Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Η ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ - του Γιάννη Μπαλτογιάννη

του Γιάννη Μπαλτογιάννη
από το πρώτο τεύχος του
Τόπος και Κοινωνία   
Οι συζητήσεις και οι αναλύσεις για το ποια μορφή θα έπρεπε να έχει ο μεγαλύτερος οικισμός της Νάξου λαμβάνουν χώρα καθημερνά στο νησί, μεταξύ των κατοίκων της και των επισκεπτών της. Κάθε μέρα βρισκόμαστε σε κουβέντες που αφορούν τη λειτουργία της πόλης, τα προβλήματά της αλλά και την αισθητική που προβάλει στην καθημερινότητά μας. Η Χώρα εισβάλει στους προβληματισμούς μας γιατί αποτελεί το ζωτικό μας χώρο, τον τόπο που κινούμαστε, δουλεύουμε, τον χώρο στον οποίο επικεντρώνεται η γραφειοκρατική καθημερινότητα αλλά και χώρο εμπορίου και τουρισμού.
Οι συζητήσεις μας περιλαμβάνουν πολύ συχνά προβληματισμούς για συγκεκριμένα ζητήματα της λειτουργίας του οικισμού, όπως είναι η παρουσία των αυτοκινήτων, η παραβατικότητα στους νόμους που ορίζουν τη δόμηση και την επέκτασή της, η διαχείριση των απορριμμάτων που παράγουμε και το σύνολο των απαραίτητων δικτύων της λειτουργίας της (φωτισμός, ύδρευση, όμβρια ύδατα, πεζόδρομοι, δρόμοι, δημόσιος χώρος).
Ο προβληματισμός αυτός, που είναι βασικό στοιχείο της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης για τον ζωτικό μας χώρο, έχει πολύ συχνά αποσπασματικό χαρακτήρα και στοχεύει σε προβλήματα ή ζητήματα που έχουν ήδη λάβει υλική υπόσταση (μορφή) γύρω μας, για παράδειγμα η αισθητική των φωτιστικών σωμάτων της παραλίας, η μορφή των κάδων απορριμμάτων, κάποιου είδους τοπική πλακόστρωση ή ακόμα και η φύτευση.
Γύρω από κάθε τέτοιο προβληματισμό μας, υποβόσκει πάντα ένα τεράστιο ερώτημα που αποφεύγουμε συστηματικά να δοκιμάσουμε να απαντήσουμε: «Τι είναι η Χώρα της Νάξου;» Ο καθένας από εμάς έχει στο μυαλό του μία διαφορετική πόλη. Συνήθως τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν αυτήν τη πόλη στο μυαλό μας στηρίζονται σε βιώματα της παιδικής ή εφηβικής ηλικίας και σε άλλα γεγονότα (σταθμούς) βιωματικού χαρακτήρα όπως είναι προσωπικές στιγμές ευτυχίας ή θλίψης. Συνδυάζοντας αυτά τα βιώματα με συγκεκριμένες εικόνες της μνήμης μας, αναζητούμε στην καθημερινότητά μας αυτήν την πόλη που υπάρχει μόνο στο νου μας. Το σύνολο αυτών των πόλεων του μυαλού μας συνθέτει τη συλλογική αντίληψη για τη Χώρα.
Για κάθε έναν από εμάς που επιδιώκει την αλλαγή της Χώρας της Νάξου και το μετασχηματισμό της σε κάτι καλύτερο από αυτό που είναι σήμερα, επιβάλλεται η επικέντρωση της δουλείας μας πρωτίστως στην ανάλυση της ουσίας ύπαρξής της

και η συστηματική αποφυγή, σε πρώτο στάδιο, απάντησης σε συγκεκριμένα μορφολογικά ζητήματα όπως είναι για παράδειγμα τι είδους πλάκες θα πρέπει να τοποθετηθούν στα σοκάκια ή το αν θα πρέπει να είναι βαμμένοι οι αρμοί μεταξύ τους με λαδομπογιά ή ασβέστη. Πρωτίστως πρέπει να ξαναδούμε και να αναλύσουμε την έννοια του «παραδοσιακού» και τη σύνδεσή του με τις κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε ένα πολεοδομικό ιστό. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η ίδια η πόλη έχει ρόλο στη διαμόρφωση των σχέσεων που έχουμε μεταξύ μας και η μορφολογική της διαφοροποίηση, μέσω των αλλαγών που προτείνουμε, επηρεάζει την ίδια την κοινωνία και λιγότερο τα καθημερινά μας προβλήματα. Η έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης και του αυτοπροσδιορισμού ως μέρος ενός κοινωνικού συνόλου περνούν και διαφοροποιούνται μέσω του δομικού πλαισίου ύπαρξης που ονομάζουμε πόλη.
Είναι τουλάχιστον ατυχές να μιλάμε και να προτείνουμε αλλαγές στη Χώρα καλλωπιστικού χαρακτήρα, αποφεύγοντας να μιλήσουμε δομικά και με ένα συγκεκριμένο σχέδιο ουσιαστικής συγκρότησης ενός τόπου που χύνεται δεξιά και αριστερά στο τοπίο καταλαμβάνοντας λόφους, ρέματα, χείμαρρους, καλαμιώνες, παραλίες και πεδινές εκτάσεις. Τα όρια της πόλης, στην οποία ζει ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας του νησιού μας, θα πρέπει να οριστούν με βάση τις ανάγκες της κοινωνίας μας έπειτα βεβαίως από μία ειλικρινή στοιχειοθέτηση των χαρακτηριστικών της. Το αν θα πορευτεί η κοινωνία στα οικονομικοκοινωνικά πρότυπα που της έχουν επιβληθεί εδώ και δεκάδες χρόνια στοχευόμενης αλλοτρίωσης των χαρακτηριστικών της μέσω της προώθησης συγκεκριμένων αποφάσεων για την λεγόμενη «ανάπτυξη» ή αν θα καταφέρουμε να θέσουμε τις βάσεις για μία κοινωνία που στέκεται στα πόδια της, αποφασίζει για το μέλλον της και πράττει δυναμικά για την επιβίωσή της, είναι καθαρά δική μας υποχρέωση και είναι αυτή η πρώτη προϋπόθεση για τον επανασχεδιασμό της Χώρας του νησιού.
Παίρνοντας ως δεδομένη την ανάγκη για τον παραπάνω επαναπροσδιορισμό των στόχων της κοινωνίας, μπορούμε να κάνουμε το πρώτο λογικό άλμα προς τη συγκεκριμενοποίηση των δομικών όρων της πόλης:
Οριοθέτηση του οικισμού και σχεδιασμός των συνοικιών του
Τα όρια της Χώρας είναι υπαρκτά και είναι κυρίως στοιχεία του τοπίου όπως οι λόφοι και τα βουνά που βρίσκονται ανατολικά της πόλης και φυσικά η θάλασσα που βρέχει τα παράλιά της. Σχεδιάζοντας λοιπόν τα όρια της πόλης, είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει αυτά τα αιώνια όρια του τοπίου να διαμορφώσουν την ανάπτυξή της. Το κατά πόσο η κοινωνία θα δοκιμάσει να τα χρησιμοποιήσει ή θα τα αφήσει αδάμαστα, είναι απόφαση συλλογική που όμως δεν πρέπει να στηρίζεται μόνον στο σήμερα. Άμεση, λοιπόν, είναι η ανάγκη καταγραφής της διαφοροποίησης του αριθμού των κατοίκων της Χώρας, η ανάλυση των λόγων που οδηγούν στο υδροκεφαλισμό της, η κατανομή τους σε διαφορετικές γειτονιές της, η σύνδεση της τουριστικής ανάπτυξης με τον ιστό της πόλης και η μελέτη διάχυσης της δόμησης στο τοπίο.
Ένα χαρακτηριστικό αντιμετώπισης του ζητήματος της οριοθέτησης της πόλης που έχουμε ως κάτοικοί της, είναι η αρχική κατακραυγή για την εξάπλωση του οικισμού στο φυσικό τοπίο, η σταδιακή αποδοχή της αλλοτρίωσης του φυσικού περιβάλλοντος και τέλος η εκμετάλλευση της διαμορφωμένης κατάστασης για οικονομικά οφέλη. Η προτεινόμενη σειρά αντιμετώπισης του σχεδιασμού της πόλης θα πρέπει να ξεκινά από την ανάγνωση της τάσης της κοινωνίας να δαμάσει το τοπίο και η συγκεκριμενοποίηση των τόπων που θα λάβει χώρα αυτή. Για παράδειγμα ο οικισμός της Γρόττας είναι σχεδόν διαμορφωμένος σε ένα σημαντικό κομμάτι κατοίκησης της πόλης. Η ανάπτυξη αυτού του οικισμού και η διάσταση που θα καταλάμβανε, είχε φανεί από τα πρώτα κτίσματα πάνω στο συγκεκριμένο λόφο, όπως τώρα διαφαίνεται να συμβαίνει σε ένα άλλο κομμάτι της ευρύτερης περιοχής παραπλεύρως του μοναστηριού του Αη Γιάννη. Στη Γρόττα λοιπόν υπήρχαν δύο ξεκάθαρες λύσεις: είτε θα έπρεπε να σταματήσει από την αφετηρία της η ανάπτυξη οικισμού στο συγκεκριμένο τόπο (για λόγους κοινωνικούς, οικονομικούς, περιβαλλοντικούς, αισθητικούς, κλπ) είτε να σχεδιαστεί από την αρχή η νέα γειτονιά με δρόμους, πεζόδρομους, πλατείες και κτίρια (πχ. σχολείο, νηπιαγωγείο, κλπ). Καμία από τις δύο εκδοχές δεν έλαβε χώρα, αντίθετα ο τόπος αφέθηκε στην τύχη του, γεγονός που καταδεικνύει τεράστια πολιτική ευθύνη. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει σε όλες υπό «ανάπτυξη» περιοχές της Χώρας, όπου ο πολεοδομικός σχεδιασμός αφήνεται στην ιδιωτική φιλοτιμία που και αυτή είναι υπό σοβαρή αμφισβήτηση. Οι λόγοι που αποτρέπουν την παραμικρή διαμόρφωση πολιτικής πρότασης για την οριοθέτηση της Χώρας της Νάξου είναι η πελατειακή σχέση της διοίκησης με τους δημότες, η χαώδης γραφειοκρατική αντιμετώπιση του ζητήματος από την εξουσία, η έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού και φυσικά η παντελής έλλειψη συγκρότησης μίας, πέρα των 4 χρόνων, πολιτικής για τον τόπο. Οι αποφάσεις που παίρνονται έως τώρα είναι αποσπασματικές και δεν ακουμπούν επ’ ουδενί το ζήτημα.
Συγκεκριμένα:
1. Αη Γιώργης
Η παραλία του Αη Γιώργη είναι μία αστική παραλία, κομμάτι πλέον της πόλης, που καμία σχέση δεν έχει με τις υπόλοιπες παραλίες του νησιού (εξαίρεση είναι και το Βίντσι) και πρέπει να αντιμετωπιστεί ως τέτοια. Υπάρχουν ανά την Ελλάδα αλλά και ανά τον κόσμο τέτοιου τύπου παραλίες που λειτουργούν καθαρές, ελεύθερες και δημοτικά διαχειριζόμενες, παρέχοντας στους δημότες και στους επισκέπτες εύκολη πρόσβαση σε πεντακάθαρη θάλασσα με δωρεάν δημοτικές υπηρεσίες (σκίαση, ασφάλεια). Οι παράνομες κατασκευές που υπάρχουν πάνω στην παραλία και στις αμμοθίνες αλλά και οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα θα πρέπει να εκλείψει άμεσα. Θα πρέπει (αν δεν υπάρχουν) να εκπονηθούν μελέτες για την προστασία του φυσικού τοπίου, των όμβριων υδάτων, την προστασία της υπέργειας και υποθαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας και την έρευνα της σχέσης που έχουν οι βαλτώδεις εκτάσεις και οι βιότοποι με την παραλία και τη θάλασσα στον κόλπο. Επιπροσθέτως θα πρέπει το δίκτυο των δρόμων που διαπερνούν την περιοχή να μετατραπεί σε δίκτυο πεζόδρομων ή δρόμων χαμηλής κυκλοφορίας ενταγμένο σε ένα ευρύτερο σχέδιο πεζοδρόμησης των γειτονιών και του κέντρου της Χώρας λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις τουριστικές ανάγκες της περιοχής και των επιχειρήσεων που λειτουργούν μέσα σε αυτή. Θα πρέπει επίσης να υπάρξει άμεσος εξορθολογισμός όλων των δικτύων (αποχέτευση, ύδρευση, φωτισμός, απορρίμματα) με συστηματική συντήρηση και αποκατάστασή τους αλλά και επανασχεδιασμός εκείνων που δε λειτουργούν, με παράλληλη προώθηση ηπιότερων δικτύων μετακίνησης (πχ. ποδηλατοδρόμοι) που θα συνδέουν την περιοχή με το κέντρο της πόλης αλλά και θα οδηγούν έξω από αυτή συνδέοντας τα μνημεία της ευρύτερης περιοχής. Με τη συνεργασία όλων των φορέων, θα πρέπει (πάλι στα πλαίσια ενός ευρύτερου σχεδιασμού) να εξευρεθεί μεγάλος χώρος στάθμευσης στα όρια του οικισμού ώστε να αποσυμφορηθεί η περιοχή από οχήματα αλλά και να μειωθεί σημαντικά η ηχορύπανση. Ο συγκεκριμένος χώρος στάθμευσης θα μπορέσει να αποσυμφορήσει, εκτός του Αη Γιώργη και γειτονιές όπως το Νιο Χωριό μέσω της ελεύθερης στάθμευσης για τους μόνιμους κατοίκους και την παράλληλη λειτουργία δημοτικής συγκοινωνίας που θα συνδέει όλες τις γειτονιές της πόλης.
Απαραίτητο στοιχείο μιας περιοχής που κατοικούν όλο το χρόνο άνθρωποι είναι ο σχεδιασμός δημόσιων ή κοινόχρηστων χώρων (μικρά πάρκα ή πλατείες), που θα γίνουν μικρά κέντρα συνεύρεσης των κατοίκων αλλά και πόλοι ανάπτυξης της εμπορικής δραστηριότητας ξέχωρα του τουριστικού ενδιαφέροντος που μπορεί να παρουσιάσουν. Στόχος ενός τέτοιου σχεδιασμού είναι η πορεία προς το κέντρο της πόλης να γίνεται μέσω μικρών δημόσιων χώρων με διαφορετικό χαρακτήρα, μορφή και αισθητική που στο σύνολό τους θα συγκροτήσουν τη σταδιακή μεταβολή της κλίμακας από γειτονιά προς το κέντρο και αντίστροφα.
Το σημερινό κυκλοφοριακό μοντέλο που προωθείται ως λύση στο ζήτημα δεν απαντά σε κανένα ουσιαστικό πρόβλημα της περιοχής και της Χώρας μιας και παίρνει ως δεδομένη την αιώνια παρουσία ιδιωτικών οχημάτων στο κέντρο της πόλης (πλατεία Δημαρχείου, μετεωρολογικός σταθμός, μικρή προβλήτα λιμένα Νάξου). Η πολιτική μικρών παρεμβάσεων (το νέο κυκλοφοριακό είναι μία πάρα πολύ μικρή και άτολμη παρέμβαση) γίνεται για να μη θίξει ποτέ η δημοτική αρχή κανένα ιδιωτικό συμφέρον και να σκιαγραφήσει κάποιο υποτυπώδες έργο πριν τις τοπικές εκλογές με στόχο την επανεκλογή της εκάστοτε ομάδας ανθρώπων. Η λογική του «τώρα έγινε, τι να κάνουμε;» ή «να μην χαθούν τα λεφτά» έχει αποδεδειγμένα καταστρέψει τον τόπο μας και θα πρέπει να σταματήσει άμεσα.

2. Παραλιακό Μέτωπο Χώρας
Αρχικά θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το παραλιακό μέτωπο της Χώρας της Νάξου συμπεριλαμβάνει την παραλία της Γρόττας, το Βίντσι, το λιμάνι και την υπόλοιπη ακτογραμμή μέχρι την παραλία του Αη Γιώργη. Αυτό το όριο της πόλης με την θάλασσα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα ενιαίο πεδίο με διαφορετικά χαρακτηριστικά αναλόγως του τι υπάρχει από την πλευρά της ξηράς (αρχαιολογικοί χώροι, δρόμοι, πεζόδρομοι, δημόσια κτίρια, καταστήματα, κατοικίες, χώροι στάθμευσης, βράχια, κλπ).
Η ευκολία που χαρακτηρίζει τις αποφάσεις για επεκτάσεις της ξηράς προς τη θάλασσα τα τελευταία 30 χρόνια περίπου, καταδεικνύει την αλαζονική αφέλεια των εκάστοτε αρχών ως προς την εξουσία του ανθρώπου πάνω στο τοπίο στο όνομα της «ανάπτυξης». Οι ίδιοι άνθρωποι που κατηγορούν τους δημότες για «ασχήμια» και παραβατική συμπεριφορά, είναι εκείνοι που πήραν μέσα στα χρόνια σωρεία αποφάσεων για την αλλοίωση αυτού του ορίου με την εναπόθεση αναρίθμητων τόνων τσιμέντου και μπάζων στη θάλασσα, δημιουργώντας μη αναστρέψιμες δομικές παρεμβάσεις στον τόπο χωρίς ίχνος σχεδίου για το τι είδους χώρος είναι αυτός που δημιουργούν.
Το πεδίο γης που στοιχειοθετείται ως παραλιακό μέτωπο, αυτή τη στιγμή, είναι μια αχανής έκταση χωρίς κανένα χαρακτηριστικό δημόσιου χώρου πρώτον διότι είναι δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με τον οικισμό που τον οριοθετεί και δεύτερον γιατί ποτέ δεν έχει σχεδιαστεί ως δημόσιος χώρος. Η αντιμετώπιση του πεδίου ήταν πάντοτε επιφανειακή και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η δαπεδόστρωση, η πεζοδρόμηση, η ενοικίαση, η φύτευση και ο φωτισμός του αποτελούσαν πάντα προϊόν επιφανειακής διαμόρφωσης που δεν είχε ποτέ σχέση με το τι συμβαίνει παράλληλα σε αυτόν. Επιπρόσθετα, οι προτάσεις για διαμόρφωσή του, αφορούσαν πάντοτε μέρη του συνόλου και ποτέ το σύνολο (πχ. λιμάνι, παραλία, προβλήτες, γλίστρα, πεζόδρομοι), γεγονός που αποτρέπει τον προσδιορισμό του ως ενεργό κομμάτι της πόλης με δικά του χαρακτηριστικά και διασυνδέσεις με την ζωή των κατοίκων της Χώρας.
Η συνεχής σύγκρουση μεταξύ των δικτύων που αλληλοκαλύπτονται στο συγκεκριμένο χώρο δημιουργεί συνεχώς καταστάσεις αποδόμησης της υποτιθέμενης λειτουργίας του. Η ιδιωτική χρήση εναλλάσεται με δημόσια χρήση και ξανά σε ιδιωτική και ξανά σε δημόσια άλλου χαρακτήρα καταλήγοντας να μη ανταποκρίνεται σε καμία από τις λειτουργίες που προπαγανδίζει. Στο παζλ της δυσχρηστίας και αναποτελεσματικότητας του χώρου έρχονται να προστεθούν οι καλλωπιστικού χαρακτήρα παρεμβάσεις (φυτεύσεις, φωτιστικά σώματα, κάδοι) που σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη ιδιωτική πρωτοβουλία στην οικειοποίηση μεγάλου μέρους της παραλίας με τη συνεχή εναλλαγή παράνομων κατασκευών, συγκροτεί το μορφοπλαστικό έκτρωμα που σήμερα ονομάζουμε παραλία της Χώρας.
Η λύση στο ζήτημα του παραλιακού μετώπου είναι συνολική και αποτελείται από σταδιακά βήματα. Αρχικά θα πρέπει να καταλάβουμε ότι το τι συμβαίνει στο όριο με την θάλασσα έχει ρίζες στο τι συμβαίνει σε όλη την πόλη. Η πρόταση, λοιπόν, έχει ως εναρκτήρια αναφορά τη σταδιακή απαλλαγή της πόλης από ιδιωτικά οχήματα και πεζοδρόμηση του μεγαλύτερου μέρους της, επιτρέποντας πάντα τη διέλευση των δημοτικών οχημάτων (νέα σύγχρονη δημοτική συγκοινωνία), των οχημάτων έκτακτης ανάγκης, των οχημάτων ανεφοδιασμού και συντήρησης των σπιτιών και επιχειρήσεων (με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα), τη απελευθέρωση της κίνησης των πεζών και ποδηλάτων που αυτή τη στιγμή γίνεται μέσω ανύπαρκτων πεζοδρομίων και την μετατροπή της πόλης σε ένα παραδοσιακό οικισμό με στοιχεία σύγχρονης πόλης.
Για την εφαρμογή της πρότασης απαιτείται ένας μεγάλος αριθμός νέων μελετών, διαγωνισμών, συνεργασία με όλους τους φορείς, συλλογικότητες, πανεπιστημιακά ιδρύματα όλης της χώρας, ιδιώτες και βοήθεια από άλλους Δήμους εντός και εκτός Ελλάδας που έχουν ήδη επιτύχει τέτοιου είδους δομικές αλλαγές.
Η ανάγκη του εγχειρήματος αλλαγής του λειτουργικού χαρακτήρα της πόλης δεν έχει τις ρίζες του στην πρόθεση βελτίωσης της αισθητικής της μορφής του οικισμού. Η αισθητική βελτίωση της Χώρας και κατά συνέπεια του μετώπου της προς τη θάλασσα, θα επέλθει ως αποτέλεσμα της αναγκαιότητας του τόπου. Η στόχευση της παραπάνω διαμόρφωσης επικεντρώνεται στην προσπάθεια επαναφοράς ολόκληρου του Δήμου ως κέντρο εμπορικής δραστηριότητας των Κυκλάδων, τον επαναπροσδιορισμό της Νάξου ως κέντρο πολιτισμού του αρχιπελάγους και τη σταδιακή αποκατάσταση της αυτονομίας του νησιού σε προϊόντα και υπηρεσίες.
Ο σχεδιασμός και η εκπόνηση των διαγωνισμών και των μελετών θα στοχεύει στη μορφολογική υλοποίηση των παραπάνω στοχεύσεων, με σαφή προσανατολισμό τη δημιουργία δημόσιων και κοινόχρηστων χώρων που θα παραλάβουν αντίστοιχες χρήσεις. Για παράδειγμα η δημιουργία μιας παν-κυκλαδικής αγοράς αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων θα πρέπει να έχει και το χωρικό του ανάλογο στη μελλοντική διαμόρφωση του παραλιακού μετώπου. Από την άλλη μεριά η διαμόρφωση του μετώπου θα πρέπει παράλληλα να αναδεικνύει τα ιστορικά στοιχεία της Χώρας που την χαρακτηρίζουν, όπως είναι το ενετικό Κάστρο και οι αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητές του.
Σε καμία περίπτωση μια μελλοντική διαμόρφωση δε θα πρέπει να παραβλέπει τις χρήσεις που υπάρχουν ήδη στην πόλη.  Για παράδειγμα ένα κατάστημα εστίασης της παραλίας θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε εξωτερικό δημόσιο χώρο. Η σκίαση που απαιτεί η συγκεκριμένη δραστηριότητα θα πρέπει να είναι προϊόν μελέτης και μέρος του ευρύτερου σχεδιασμού του ορίου της πόλης. Το στοιχείο που μπορεί να παρέχει σκίαση σε όλο το παραλιακό μέτωπο της Χώρας θα μπορούσε να είναι για παράδειγμα μία στοχευμένη φύτευση δέντρων που φύονται ήδη στο τοπίο και σε συνδυασμό με την κλιμακωτή αποδόμηση του ισχυρού ορίου προς το νερό να δημιουργήσει δυνατότητες νέας χρήσης του χώρου από τους κάτοικους και τους επισκέπτες.
Για το πλακόστρωτο του μετεωρολογικού:
Η ασάφεια που χαρακτηρίζει το παραλιακό κομμάτι γης που επεκτείνεται από το τελευταίο κτίσμα της παραλίας μέχρι τον Αη Γιώργη δημιουργήθηκε από επιπόλαιες αποφάσεις μπαζώματος, πλακοστρώσεις στο όνομα του ειδυλλιακού περιπάτου χωρίς όμως σχετική πεζοδρόμηση και σχεδιασμό και μικροπαρεμβάσεις νεοκλασικού τύπου (Σφίγγα, σκάλες, πρασινάδα) που καμία ουσιαστική σχέση δεν έχουν με τα χαρακτηριστικά του τόπου.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την διαμόρφωση ενός νέου σχεδιασμού είναι η ένταξη του στο ευρύτερο σχέδιο για τη Χώρα και επ’ ουδενί μια ασύνδετη προσπάθεια ωραιοποίησης της περιοχής όπως έχει γίνει σε εκατοντάδες παραλιακούς χώρους στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Θα πρέπει, επίσης, να γίνει κατανοητό ότι ο όρος «πράσινο» δεν αποτελεί πανάκεια για τη διαμόρφωση των δημόσιων χώρων μιας πόλης και η πρόταση χρήσης του, (αν και εφόσων χρειάζεται) θα πρέπει να είναι συνδεδεμένη με τα χαρακτηριστικά του τόπου.
Η εισαγωγή του περιπάτου και της χρήσης ποδηλάτου, όπως και η διευκόλυνση της χρήσης αναπηρικών αμαξιδίων θα πρέπει να αποτελέσουν προϋπόθεση για οποιονδήποτε σχεδιασμό και να διαχυθούν ως αυτονόητα στοιχεία της καθημερινότητας και στα άλλα κομμάτια του πολεοδομικού ιστού, συνδέοντας τις γειτονιές με την πολιτιστική και εμπορική δραστηριότητα.
Ενώ, ανά τα χρόνια, πολλά έχουν ακουστεί και γραφτεί σε προεκλογικά προγράμματα για την αναγκαιότητα μετάλλαξης του παραλιακού μετώπου, ποτέ δεν υπήρξε η πραγματική πολιτική βούληση για την υλοποίηση τέτοιων στόχων. Η πιθανότητα σύγκρουσης με συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα απέτρεπε συστηματικά την εκπόνηση αρχιτεκτονικών διαγωνισμών για το σύνολο του μετώπου και οι εκάστοτε δημοτικές αρχές αρκούνταν στη διαχείριση της τουριστικής σεζόν ως μονοδιάστατου μέσου «ανάπτυξης» του τόπου.
Η ανάλυση της πραγματικότητας περνούσε πάντοτε από το λανθασμένο αξίωμα ότι η πόλη ζωντανεύει το καλοκαίρι και ο χειμώνας είναι η περίοδος προετοιμασίας για τους λίγους μήνες της τουριστικής δραστηριότητας. Η αλήθεια απέχει κατά πολύ από το παραπάνω αξίωμα. Οι γειτονιές της πόλης και το παραλιακό μέτωπο αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των κατοίκων όλης της επικράτειας του Δήμου και πρωτίστως θα πρέπει να λειτουργούν για εκείνους. Η καθημερινότητα των δημοτών και οι δυνατότητες που παρέχει οποιαδήποτε διαμόρφωση των χώρων που κινείται και ζει ο κάτοικος, αποτελεί από μόνο του τουριστικό προϊόν. Θα πρέπει να βάλουμε στη λογική της κριτικής και των στόχων μας το ότι πιθανότατα οι επισκέπτες έρχονται στα νησιά μας γιατί θα ήθελαν υποσυνείδητα να ζουν όπως εμείς, άρα η διαμόρφωση της καθημερινότητάς μας συνθέτει έμμεσα τουριστική ανάπτυξη.
Για το λιμάνι:
Μεγάλο κομμάτι της ζωής κάθε νησιού αποτελεί το λιμάνι του, που είναι κόμβος μετακίνησης ανθρώπων και προϊόντων. Συνιστά την είσοδο και την έξοδο μιας ολόκληρης κοινωνίας ανθρώπων που, με τη σειρά τους, βασίζονται στην καλή λειτουργία του ώστε να στήσουν και να προγραμματίσουν την ίδια τους την ύπαρξη, μέσω της δημιουργίας σχέσεων με τα γύρω νησιά και την υπόλοιπη επικράτεια. Αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής στόχευσης οποιασδήποτε νησιωτικής κοινωνίας και η μορφή του αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της δραστηριότητας των κατοίκων του νησιού.
Συγκεκριμένα στη Νάξο (όπως όλοι γνωρίζουμε), το λιμάνι του νησιού βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη Χώρα. Αποτελεί τμήμα του παραλιακού μετώπου της πόλης αλλά ταυτόχρονα δεν είναι κτήμα του ίδιου του οικισμού μιας και όπως είπαμε, «αναφέρεται» σε όλο το νησί αλλά και στα μικρά νησιά της επικράτειας του Δήμου. Η οποιαδήποτε πρόταση διαφοροποίησης της λειτουργίας του λιμανιού ή μετακίνησής του, θα πρέπει να βασίζεται στις ανάγκες ολόκληρης της κοινωνίας και όχι μόνον στα «θέλω» ενός μέρους της.
Οι πιθανές προτάσεις μετακίνησης του λιμανιού προϋποθέτουν πρωτίστως την ανάλυση της σημερινής οικονομικής δραστηριότητας του νησιού, την διαμόρφωση πολιτικής για τον τουρισμό στο Δήμο αλλά κυρίως την στόχευση της ίδιας της πολιτικής που επηρεάζει τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα στο νησί. Η σημερινή θέση του λιμανιού συμβάλει στην αμεσότητα της πρόσβασης των κατοίκων και επισκεπτών της Χώρας αλλά ταυτόχρονα δυσκολεύει την μετακίνηση προϊόντων λόγω της σύγκρουσης των χρήσεων που εξυπηρετεί με τον ιστό της ίδιας της πόλης. Επίσης λόγω της αδυναμίας επέκτασής του για υπαρκτούς λειτουργικούς, περιβαλλοντικούς και πολιτισμικούς λόγους, δεν επιτυγχάνει πλήρως τον σκοπό ύπαρξής του στη συγκεκριμένη θέση. Το μοντέλο που θα πρέπει να ακολουθηθεί είναι η αποδόμηση του χαρακτήρα του λιμανιού σε συγκεκριμένες χρήσεις και η χωροθέτηση αυτών σε άλλα σημεία του νησιού, σε συνδυασμό πάντα με την εισαγωγή μιας νέας δημοτικής συγκοινωνίας που θα λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος ανάμεσά τους. Για παράδειγμα ένα νέο λιμάνι (σε κοντινή απόσταση από τη Χώρα) θα μπορούσε να λειτουργήσει για τα μεγάλα επιβατικά, τουριστικά και εμπορικά σκάφη με ταυτόχρονη όμως πολεοδόμηση των ελάχιστων απαραίτητων χρήσεων (αποθήκες υλικών και προϊόντων, χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων και φορτηγών, χώροι αναμονής, σταθμός λεωφορείων, ταξί και δημοτικής συγκοινωνίας, κλπ) γύρω από την ζώνη ξηράς που το περιβάλει. Παράλληλα θα πρέπει να αποτραπεί η δημιουργία μίας «Νέας Χώρας» γύρω από αυτό το νέο λιμάνι. Ταυτόχρονα, τα μικρότερα τουριστικά πλοιάρια μπορούν να παραμείνουν στο υπάρχον λιμάνι της Χώρας αξιοποιώντας τις αποσυμφορημένες πλέον προβλήτες του.
Η πραγματοποίηση ενός τεράστιου έργου όπως είναι το νέο λιμάνι συνοδεύεται από δύο τεράστιες προϋποθέσεις: την ύπαρξη κοινωνικής αναγκαιότητας και την χρηματοδότηση του έργου. Με την εισαγωγή μιας νέας πολιτικής που θα στοχεύει στον επαναπροσδιορισμό του παραγωγικού χαρακτήρα του νησιού και την δημιουργία πανκυκλαδικού δικτύου μετακίνησης προϊόντων με (ακόμα και μη θεσμικές) διαδημοτικές συμφωνίες που θα εξασφαλίσουν σταδιακά την αυτονομία των Κυκλάδων, η κοινωνική αναγκαιότητα είναι μάλλον υπαρκτή. Από την άλλη η χρηματοδότηση ενός τέτοιου έργου (Ευρωπαϊκή Ένωση, Ελληνικό Κράτος, Δήμος Νάξου και Μικρών Κυκλάδων, ιδιώτες) απαιτεί προγραμματισμό που υπερβαίνει κατά πολύ τα στενά πλαίσια της πενταετούς θητείας μίας Δημοτικής αρχής και απαιτεί, με τη σειρά της, μια Δημοτική αρχή που να είναι έτοιμη να μην επωφεληθεί εκλογικά από την ολοκλήρωση του έργου. Το τελευταίο είναι άγνωστο στοιχείο για τα δεδομένα και πεπραγμένα των μέχρι τώρα Δημοτικών αρχών. Ο οικονομικός προγραμματισμός του έργου θα πρέπει να είναι προϊόν αυστηρής μελέτης και στήριξης από ολόκληρη την κοινωνία (εφόσον πιστέψει η ίδια η κοινωνία στην αναγκαιότητα πραγμάτωσης του έργου) και αν χρειαστεί η κοινωνία να συνεισφέρει οικονομικά, αυτό να γίνει κλιμακωτά και όχι οριζόντια, βασιζόμενη στην κλίμακα εξασφάλισης της ζωής και εργασίας του καθενός μας.
Τέλος, η μαρίνα της Χώρας θα πρέπει κατά προτεραιότητα να αποχαρακτηριστεί ως «έκταση προς αξιοποίηση» από το ΤΑΙΠΕΔ και να επιστρέψει υπό τον πλήρη έλεγχο της τοπικής αυτοδιοίκησης αποτρέποντας έτσι την ιδιωτικοποίηση του ζωτικού αυτού κομματιού του παραλιακού μετώπου. Ο αγώνας για την υλοποίηση αυτής της υπόσχεσης προϋποθέτει κινητοποίηση της Δημοτικής αρχής αλλά πρωτίστως μαζική κινητοποίηση της κοινωνίας.
Για τα Παλάτια, την παραλία της Γρόττας και το Βίντσι:
Η ύπαρξη ενός θαλάσσιου χώρου κατάλληλου για κολύμβηση τόσο κοντά στην πόλη και κάτω από έναν τόσο σημαντικό αρχαιολογικό χώρο, αποτελεί ευλογία για την ζωή των κατοίκων και επισκεπτών της Χώρας και είναι χαρακτηριστικό μίας ποιότητας ζωής από παλαιότερες εποχές που βλέπουμε πια μόνο σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες ή γκραβούρες του Μεσαίωνα. Όμως αυτός ο συγκεκριμένος χώρος λειτουργεί (!), σήμερα, καλύπτοντας σύγχρονες ανάγκες. Αυτή τη σύγχρονη υπόσταση της περιοχής πρέπει να διαφυλάξουμε, διατηρώντας το δικαίωμα που έχουμε ως πολίτες-δημότες να ζούμε μέσα στην ιστορία του τόπου μας και να μην την αντιμετωπίζουμε ως έκθεμα. Από την άλλη θα πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες για να προστατεύσουμε αυτό μας το δικαίωμα.
Συγκεκριμένα θα πρέπει να μελετηθούν οι λόγοι για τους οποίους η παραλία της Γρόττας βρίθει από απορρίμματα και το κατά πόσο αυτά έχουν σχέση με το ΧΑΔΑ της Νάξου ή τη γενικότερη ρύπανση του πελάγους. Εφόσον υπάρξουν συγκεκριμένες απαντήσεις επί αυτού, θα πρέπει να προβλεφτούν λύσεις όπως είναι η ανάπτυξη πλωτού φράγματος γύρω από το ΧΑΔΑ (που πιθανότατα είναι αναγκαίο και για την αποκατάστασή του ίδιου του ΧΑΔΑ μετά την αρχή λειτουργίας του νέου ΧΥΤΑ). Στα πλαίσια της μελέτης για το σύνολο του παραλιακού μετώπου θα πρέπει να υπάρξει σχεδιασμός μετακίνησης του χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων από την παραλία της Γρόττας και ανάδειξη του αρχαιολογικού χαρακτήρα της περιοχής με παράλληλη σχεδίαση των υπό διαμόρφωση πεζοδρόμων/ποδηλατόδρομων δια μέσου αυτής.
Υποχρέωση της Δημοτικής αρχής θα πρέπει να είναι η προσπάθεια για λειτουργία του αναψυκτηρίου των Παλατιών ως δημοτικό αναψυκτήριο (και όχι ως κτίριο προς ενοικίαση) που θα παρέχει σε τιμές κόστους (ή ελάχιστα παραπάνω ώστε να συντηρεί τους εργαζόμενους σε αυτό) τα απαραίτητα και θα φροντίζει για την προστασία της περιοχής.
3. Κάστρο, Μπούργος – Παλιά Αγορά
Οι τρεις γειτονιές της πόλης συνθέτουν ογκοπλαστικά τον κεντρικό δομημένο όγκο της Χώρας της Νάξου. Η πυκνότητα της δόμησης σε συνδυασμό με το δίκτυο στενών πλακόστρωτων δρόμων και μικρών «ξέφωτων» αποτελεί τα κύρια χαρακτηριστικά του ζωτικού χώρου μερίδας των κατοίκων της πόλης και συνδιαλέγεται χρηστικά με την επιχειρηματική δραστηριότητά τους.
Κοινά ζητήματα που αφορούν στις τρεις γειτονιές είναι ο φωτισμός, η καθαριότητα αλλά και η δυσκολία (λόγω νόμων και γραφειοκρατίας) ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας και συντήρησης των κτιρίων και υποδομών.
Για το Κάστρο:
Το Κάστρο της Χώρας αντιμετωπίζεται πάντοτε από τις τοπικές αρχές, το κράτος αλλά και την κοινωνία ως μουσειακό έκθεμα. Οι μέχρι τώρα προτάσεις για την γειτονιά αφορούν στον καλλωπισμό του και την εισαγωγή χρήσεων (όπως δημοτικές τουαλέτες) που θα καλύψουν ανάγκες των επισκεπτών της περιοχής. Η εισαγωγή χρήσεων για τους επισκέπτες θα έπρεπε να είναι πλέον αυτονόητη εφόσον μιλάμε για μία ιστορική συνοικία της Χώρας που παρουσιάζει τουριστικό ενδιαφέρον. Από την άλλη, η περιοχή αποτελεί ένα ζωντανό οργανισμό και στεγάζει ένα μικρό μεν αλλά υπαρκτό κομμάτι της κοινωνίας. Η πολυπόθητη υπογειοποίηση του ηλεκτρικού δικτύου θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα στις προτάσεις για την περιοχή όπως και η αντιμετώπιση της ροής των όμβριων υδάτων αλλά και η συντήρηση των δημοτικών κτιρίων. Το κτίριο της πρώην σχολής Ουρσουλινών θα πρέπει να ζωντανέψει, στεγάζοντας όλους τους ενεργούς συλλόγους της Χώρας αλλά και τις ομάδες πολιτισμού και εθελοντισμού, προσφέροντας επίσης χώρους σε οποιονδήποτε φορέα (θεσμικό ή μη) ζητά χώρο για πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες που αφορούν στο νησί. Επίσης, υποδομές όπως το καφέ που παραμένει άδειο στον προαύλιο χώρο του κτιρίου θα πρέπει να λειτουργήσει ως δημοτικό αναψυκτήριο δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τη συνάθροιση των πολιτών και των επισκεπτών στο Κάστρο.
Παίρνοντας ως δεδομένο ότι το Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάξου είναι ένα από τα σημαντικότερα (αν όχι το σημαντικότερο), από πλευράς εκθεμάτων, μουσείο των Κυκλάδων, θα πρέπει να ληφθούν πρωτοβουλίες ανάδειξής του, αρχικά στην κοινωνία της επικράτειας του Δήμου και στη συνέχεια σε όλο τον κόσμο, συνδέοντας παράλληλα όλες τις βαθμίδες της παιδείας με το σκοπό του μουσείου.
Τέλος, ο Δήμος θα πρέπει να λάβει πρωτοβουλία (σε συνεργασία με πανεπιστημιακές σχολές) στην έκδοση μίας σειράς βιβλίων-οδηγών, συνδυάζοντας υπάρχουσες μελέτες, καταγραφές και διπλωματικές εργασίες που θα έχουν ως αντικείμενο την παλιά Χώρα της Νάξου, την ιστορία και τα μνημεία της. Συμπληρωματικά, το ιστορικό αρχείο Νάξου θα πρέπει να πάρει ψηφιακή μορφή και να γίνει κτήμα όλων των σχολείων της επικράτειας του Δήμου αλλά και όλων των Κυκλάδων.
Για το Μπούργο και την Παλιά Αγορά:
Η επανατοποθέτηση της περιοχής στον πυρήνα της τοπικής επιχειρηματικότητας, μέσω της αναδιαμόρφωσης των εισφορών αλλά και της διευκόλυνσης αδειοδότησης μικρών επιχειρήσεων, θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό στόχο της δημοτικής αρχής. Η διασύνδεση και η αλληλεπίδραση της επιχειρηματικότητας με την πυκνή κατοίκηση της περιοχής είναι, εκτός από παραδοσιακό στοιχείο της ζωής σε κάθε κυκλαδίτικο οικισμό, ένας τρόπος ανατροφοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Το νέο δικτύωμα χρήσεων που θα προταθεί για τη συγκεκριμένη περιοχή θα πρέπει να είναι ευέλικτο και να μην έχει μονοδιάστατα χαρακτηριστικά ανάπτυξης. Η μονο-τουριστική επιχειρηματικότητα είναι μακροπρόθεσμα ευάλωτη στις διακυμάνσεις των αφίξεων των επισκεπτών και αναδιαμορφώνει την κοινωνία σε μία μάζα που πέφτει σε χειμέρια νάρκη, αποκόπτοντας την από κάθε διάθεση ενεργοποίησης για τα κοινά και την προσπάθεια για κάλυψη των πραγματικών αναγκών της.
Η αγορά της πόλης θα πρέπει σταδιακά να επαναπροσδιοριστεί ως η κεντρική αγορά τοπικών προϊόντων για όλο το νησί. Η «επιβράβευση» των επιχειρηματιών που θα χρησιμοποιούν ή πωλούν τοπικά προϊόντα είναι ένας έμμεσος τρόπος προώθησης της παραγωγής του νησιού αλλά και του δευτερογενούς τομέα. Η συντήρηση αλλά και δημιουργία υποδομών πάνω στις οποίες θα στηριχθεί η ιδιωτική πρωτοβουλία για την επίτευξη της επαναδιαμόρφωσης του χαρακτήρα της περιοχής, είναι βασικό προαπαιτούμενο για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Επίσης, αδιαπραγμάτευτη θα πρέπει να είναι η βούληση της δημοτικής αρχής στην προστασία του δημόσιου χώρου μέσα στην εν λόγω περιοχή. Η πυκνότητα της δόμησης αφήνει ελάχιστο δημόσιο χώρο αλλά με ιδιαίτερα και παραδοσιακά χαρακτηριστικά που θα πρέπει να γίνει (μετά την συντήρηση και ανάδειξή του) μέρος της ζωής των κατοίκων κυρίως, αλλά και πόλος έλξης της τοπικής επιχειρηματικότητας.
Πληθώρα μικρών δημόσιων χώρων, αυτή τη στιγμή, είναι άγνωστος στην πλειοψηφία των κατοίκων της Χώρας πόσο μάλλον ζωτικός χώρος της καθημερινότητας τους. Συγκεκριμένα, ο φωτισμός, η καθαριότητα, η φύτευση και η εισαγωγή δράσεων, θα αποτελέσει το έναυσμα για ένα νέο τρόπο ζωής στην πόλη. Απαραίτητη προϋπόθεση, για την αλλαγή του χώρου μας, είναι βέβαια η ίδια η κοινωνία των πολιτών-δημοτών να επαναφέρει την κοινωνική αλληλεγγύη στην καθημερινότητα και να προστατεύει τον ίδιο το δημόσιο χώρο ως δικό της. Η κοινόχρηστου χαρακτήρα χώροι σε ένα πλαίσιο όπως η πυκνοκατοικημένη γειτονιά του Μπούργου και της Παλιάς Αγοράς, σε συνδυασμό με την αυξημένη αίσθηση ευθύνης αλλά και δικαιωμάτων των κατοίκων σε αυτούς, μεταμοσχεύει σταδιακά την ουσία της ύπαρξης στα πλαίσια μιας νησιωτικής κοινωνίας στον ίδιο το χώρο που καταλαμβάνει, δημιουργώντας νέες (ξεχασμένες) κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και πρωτοστατεί στην προσπάθεια ολόκληρου του πληθυσμού για επιβίωση και ευτυχία.
Γενικότερα, το πρώτο βήμα για την επίτευξη των παραπάνω είναι η συζήτηση και οργάνωση όλων των ζητημάτων της πόλης μεταξύ των γειτόνων σε κάθε περιοχή της πόλης και η δυναμική τους συλλογική διεκδίκηση (στον ίδιο το Δήμο)σε κάθε τι που επηρεάζει την ίδια τους τη ζωή.
4. Προάστια και Περίχωρα
Η Χώρα της Νάξου, ελλείψει χωροταξικού σχεδιασμού, αναπτύσσεται άναρχα προς την ύπαιθρο καταλαμβάνοντας γη που κάποτε καλυπτόταν είτε από γηγενή βλάστηση είτε από αγροτεμάχια με μικρούς δρόμους, συνθέτοντας ένα μη οριοθετημένο οικισμό που αποτελείται μορφολογικά είτε από κτίρια που προσομοιάζουν θερινές κατοικίες, είτε από βιοτεχνικά και μικρο-βιομηχανικά κτίρια, τοποθετημένα πάνω σε ένα ανύπαρκτο πολεοδομικό ιστό που μεταλλάσσεται ανάλογα με τις ιδιωτικές ανάγκες παρασύροντας όλα τα υποστηρικτικά δίκτυα μαζί του (φωτισμός, ύδρευση, αποχέτευση, δρόμοι).
Οι οικισμοί – δορυφόροι που δημιουργούνται ή καταβροχθίζονται από την ανάπτυξη της Χώρας είναι η Γρόττα, τα Αγγίδια, η ανώνυμη συνοικία πλησίον του Αη Γιάννη, ο δομημένος άξονας εισόδου στην πόλη και τελευταία ο μακρινός οικισμός της Στελίδας που λειτουργεί ως ακριβό προάστιο της Χώρας της Νάξου. Καθένας από αυτούς παρουσιάζει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά χρήσης και μορφολογίας, όμως το άθροισμά τους συνθέτει το ασαφές όριο της πόλης.
Ιστορικά όλοι οι οικισμοί στον κόσμο, είτε παραδοσιακοί είτε σύγχρονοι, αναπτύσσονται βασισμένοι πάνω σε δύο κυρίαρχα πολεοδομικά μοντέλα, στο μοντέλο ανάπτυξης σε ομόκεντρους κύκλους (σχήμα 1)και στο μοντέλο των προαστίων δορυφόρων (σχήμα 2).
Το πρώτο επιβάλει την ανάπτυξη της πόλης μέσω της πολεοδόμησης ζωνών με ένα κέντρο (συνήθως ιστορικό κέντρο) που «περιγράφουν» την υπάρχουσα δόμηση και συνδέονται από ένα σύστημα κάθετων και περιφερειακών δρόμων και το δεύτερο επιβάλει την ανάπτυξη της πόλης προσθέτοντας προάστια – δορυφόρους που συνήθως έχουν το δικό τους εμπορικό κέντρο και συνδέονται με την πόλη μέσω κεντρικών αρτηριών. Είναι σύνηθες πάνω σε αυτές τις κεντρικές αρτηρίες συγκοινωνίας να αναπτύσσεται η δόμηση αξιοποιώντας λεπτές ζώνες δόμησης χωρίς κανένα πολεοδομικό σχέδιο.
Στη Χώρα της Νάξου παρατηρείται η ανάπτυξη και των δύο αυτών μοντέλων. Από τη μία τα όρια της πόλης «σπρώχνονται» ομόκεντρα προς όλες τις κατευθύνσεις και παράλληλα δημιουργούνται προάστια – δορυφόροι όπως τα παραπάνω, συνθέτοντας μία πολεοδομική σύγχυση και μειώνοντας την ποιότητα ζωής και μετακίνησης των κατοίκων.
Η προτεινόμενη πολιτική δράση για τον εξορθολογισμό της πόλης είναι, περιέργως, άσχετη με τα παραπάνω δεδομένα. Η απάντηση στο πρόβλημα είναι αρχικά η έρευνα των αιτίων αυτής της ανάπτυξης αλλά και το αν τελικά ο πολεοδομικός ιστός της πόλης χρειάζεται να μεγαλώσει. Στο τελευταίο ερώτημα, η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Στα πλάισια μίας πολιτικής που θέλει ζωντανούς τους οικισμούς του νησιού και των γειτονικών μικρών Κυκλάδων, ο μορφολογικός και πληθυσμιακός υδροκεφαλισμός της Χώρας της Νάξου πρέπει να σταματήσει. Αναπόσπαστο και βασικό κομμάτι της επίτευξης της ανάσχεσης ανάπτυξης της Χώρας είναι αρχικά η πολιτική βούληση σε συνδυασμό με την άμεση μελέτη χωροταξικού σχεδίου, αλλά και φυσικά κινητοποίηση της κοινωνίας προς αυτήν την κατεύθυνση. Φυσικά, όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προχωρήσουν παράλληλα με ένα σχέδιο διαμόρφωσης των άλλων οικισμών της επικράτειας του Δήμου αλλά πρωτίστως με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα στο Δήμο.
Στα πλαίσια της διευκόλυνσης της καθημερινότητας των πολιτών-δημοτών αλλά και της εισαγωγής βασικών στοιχείων που αποτελούν κομμάτι του πολιτισμού της κοινωνίας της πόλης, η συντήρηση και η αναδιαμόρφωση των πεζοδρομίων και των δικτύων που αναπτύσσονται στις συγκεκριμένες περιοχές της πόλης θα πρέπει να αποτελεί αυτονόητο στόχο. Η υπογειοποίηση των καλωδίων του ηλεκτρικού ρεύματος, η διαπλάτυνση των πεζοδρομίων αλλά και η τήρηση των οικοδομικών κανονισμών από τους πολίτες είναι κάποια βασικά συστατικά της επίτευξης του παραπάνω στόχου.
Για παράδειγμα ο βασικός άξονας εισόδου της πόλης αυτή τη στιγμή παρουσιάζει εικόνα παρατημένης αστικής ελληνικής επαρχίας που καμία σχέση δεν έχει με το τι θα έπρεπε να είναι η είσοδος μίας πόλης με τις ιστορικές, αρχιτεκτονικές και πολιτισμικές διαστρωματώσεις όπως η Χώρα της Νάξου. Το χαώδες σύμπλεγμα των δικτύων συντελεί στη διαμόρφωση ενός μη-τόπου και δημιουργεί την αίσθηση στους κατοίκους και τους επισκέπτες ενός χώρου που θα μπορούσε να υπάρχει σε οποιονδήποτε ημιαστικό οικισμό της Ελλάδας (και όχι μόνο). Είναι, όμως βασικό να επαναλάβουμε ότι η αισθητική δεν παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο στις προτάσεις μας για αλλαγή του τόπου μας. Τέτοιου είδους παρεμβάσεις, όπως απεικονίζονται παρακάτω, θα πρέπει να αποτελούν κομμάτι ενός ευρύτερου πλάνου για όλη την πόλη και όχι προτάσεις ωραιοποίησης της μορφής των χώρων μιας και πρωταρχικός στόχος είναι η μεταμόσχευση της ουσίας του «παραδοσιακού» που ακουμπά σε αξίες όπως η κοινωνική αλληλεγγύη και όχι στη σκηνογραφία μίας ψευδούς ουσιαστικά θεατρικής «πώλησης» του τόπου στο βωμό του τουρισμού.
Ανάλογη προσοχή πρέπει να δοθεί στον προγραμματισμό των παρεμβάσεων στις περιοχές στα όρια της πόλης με τη δημιουργία και την ιεράρχηση των δημόσιων χώρων και το σχέδιο με το οποίο θα αποτελέσουν το χωρικό κέντρο για την ανασυγκρότηση των γειτονιών.
Επίλογος
Θα ήταν, πιθανότατα, αφελές να πιστέψουμε ότι κάποια – έστω και – πεφωτισμένη δημοτική αρχή θα καταφέρει, στις συγκεκριμένες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, να παρουσιάσει στα στενά χρονικά όρια μιας θητείας το απαραίτητο διαμορφωτικό έργο για μία πόλη όπως η Χώρα της Νάξου. Από την άλλη, είναι απαραίτητο η προσπάθεια να ξεκινήσει σε τελείως διαφορετική πολιτική βάση από αυτή που ζούμε εδώ και δεκαετίες και κυρίως πρέπει να ξεκινήσει μέσα από την κοινωνία.
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας ότι πρωτίστως, η πόλη που θέλουμε δεν είναι ξέχωρη από την επιβίωση και την ευτυχία μας και αποτελεί κομμάτι του ζωτικού χώρου μιας ευρύτερης νησιωτικής κοινωνίας. Θα πρέπει να ξαναστήσουμε μια πόλη σε καινούργια κοινωνικά δεδομένα, επανατοποθετώντας την οικονομία και τη δομή της στον χάρτη που θα επιλέξουμε εμείς και με τους συσχετισμούς και όρους που έχουμε ανάγκη. Η πρόταση για την αλλαγή της Χώρας της Νάξου είναι μία πολιτική πρόταση επαναφοράς της έννοιας του «παραδοσιακού» με κοινωνικά κριτήρια, αποτελεί αναγκαιότητα του τόπου και παράλληλα ελπίδα λύσης των δυσκολιών που αντιμετωπίζουμε.
Αν δεν το προσπαθήσουμε θα μείνουμε, ξανά, έρμαια των πολιτικών αποφάσεων που παίρνονται για το συμφέρον άλλων και για μια ακόμα φορά χειραγωγούμενοι από «μεσσίες» του τελευταίου εξαμήνου της τετραετούς (ή πενταετούς πλέον) θητείας.

του Γιάννη Μπαλτογιάννη από το πρώτο τεύχος του Τόπος και Κοινωνία

ΤΟΠΟΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΑ 
Περιοδική Έκδοση Κοινωνικού Προβληματισμού 
του Ιστορικού Ομίλου Νάξου ΑΡΣόΣ

1 σχόλιο:

  1. Συγχαρητήρια και εύγε πολλά Γιάννη για γεμάτο σκέψεις, νοήματα αλλά και λύσεις-προτάσεις, όμορφο, κείμενο. Ναι είναι ανάγκη να ξαναστήσουμε όπως λές την πόλη (που σημαίνει συγκρότηση ανθρώπων σε κοινωνία), με βάση τις ανθρώπινες σχέσεις, με μέτρο-άξονα τον άνθρωπο και στόχο το συλλογικό συμφέρον. Έτσι θα πετύχουμε την ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών που είναι ο σκοπός της πόλης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Στη Νάξο, 11-13 Ιουνίου 2021 Το 33ο Συνέδριο της Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας

Το 33ο Συνέδριο της Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας με θέμα:   «Η θάλασσα στον κινηματογράφο» σε συνεργασία με την Κινηματογρα...