Το φαινόμενο του εθελοντισμού σήμερα, αναπτυσσόμενο εντός μια ταχέως μεταβαλλόμενης κοινωνίας, αλλάζει διαρκώς όψεις, περιεχόμενο αλλά και μεθόδους, αποκτώντας νέες και πρωτότυπες ποιοτικές και ποσοτικές διαστάσεις. Η μεταβολή αυτή προσθέτει μια επιπλέον δυσκολία στον ακριβή ορισμό του. Χαρακτηριστικά αναφέρονται η
πολυμορφία[1] του, ο
πολυθεματικός[2] χώρος δράσης του σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής και η πολύσυλλεκτικότητα των μελών του από όλες τις μορφωτικές, οικονομικές, ηλικιακές και κοινωνικές βαθμίδες.
πολυμορφία[1] του, ο
πολυθεματικός[2] χώρος δράσης του σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής και η πολύσυλλεκτικότητα των μελών του από όλες τις μορφωτικές, οικονομικές, ηλικιακές και κοινωνικές βαθμίδες.
O Ανθόπουλος (2000:30) διακρίνει με βάση δύο κριτήρια τον εθελοντικό χαρακτήρα μιας οργάνωσης. Το πρώτο είναι οι όροι του αλτρουισμού και της ανιδιοτέλειας σε οργανωσιακό περιβάλλον, όπου οι εθελοντικές οργανώσεις θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από υγιή κίνητρα τόσο για την επίτευξη των σκοπών, των μέσων τους αλλά και της στελέχωση τους. Το δεύτερο αφορά έννοιες της φύσης των εκροών της οργάνωσης, δηλαδή, αν οι δραστηριότητες ωφελούν την κοινωνία, ιδιαίτερες ομάδες ατόμων ή συγκεκριμένα άτομα.
Ο Ζάννης (2002:87-88) υποστηρίζει τρία κριτήρια. Το πρώτο αφορά την εσωτερική δομή της οργάνωσης με κριτήριο την εθελοντική εργασία ως ελεύθερη επιλογή. Το δεύτερο αφορά την μη
πληρωμή των μελών της[3] (μπορεί να υπάρχει και αμειβόμενο αλλά υπερισχύει το εθελοντικό). Το τρίτο αφορά τις αξίες του εθελοντισμού, όπως η ανιδιοτελής προσφορά για το κοινωνικό καλό.
πληρωμή των μελών της[3] (μπορεί να υπάρχει και αμειβόμενο αλλά υπερισχύει το εθελοντικό). Το τρίτο αφορά τις αξίες του εθελοντισμού, όπως η ανιδιοτελής προσφορά για το κοινωνικό καλό.
Σαν μια πρώτη προσέγγιση θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο εθελοντισμός είναι ένα πολύμορφο και δυναμικό σύστημα, το οποίο έχει λάβει μορφή κινήματος, απαιτεί ενεργό και δυναμικό τρόπο συμμετοχής, αυθόρμητη, ενσυνείδητη και ανιδιοτελή προσφορά χωρίς ατομικό κέρδος, με σκοπούς την παρέμβαση στα κοινά και την θεραπεία κοινωνικών αναγκών, προς επίτευξη της ευημερίας του συνανθρώπου, των κοινωνικών ομάδων, της κοινότητας και της κοινωνίας γενικότερα.
Δεν μπορεί να ταυτιστεί με την φιλανθρωπία, διότι εν αντιθέση με αυτήν, ο εθελοντισμός έχει κίνητρο την προσφορά μέσω της συμμετοχικότητας, αν και βασίζεται σε ατομική πρωτοβουλία εντάσσεται σε συλλογικές δράσεις που με την σειρά τους εντάσσονται σε ευρύτερο σχεδιασμό, συνδέεται με την ανιδιοτελή προσφορά για την κοινή ευημερία, εξυπηρετεί και άγεται από την κοινωνική αλληλεγγύη και όχι από αισθήματα οίκτου, παραδεχόμενος την ίση θέση του εξυπηρετούμενου και όχι την υποδεέστερη, έχοντας διάρκεια στον χρόνο ως στάση ζωής επιχειρούσα την κοινωνική αλλαγή. «Γιατί είναι άλλο να προσφέρεις ό,τι έχεις και άλλο να προσφέρεις ό,τι είσαι। » (Γρατσάνης Αθ., Στέλεχος της Κινητής Μονάδας, Ψυχικής Υγείας Ν. Τρικάλων)
[1] π.χ. διεθνής εθελοντισμός: ως προσφορά αλληλεγγύης και γνώσης στις χώρες του Τρίτου κόσμου ή ανθρωπιστικών υπηρεσιών στις ζώνες πολεμικών συγκρούσεων, Περιβαλλοντικός εθελοντισμός, Πολιτιστικός εθελοντισμός: οργάνωση πολιτιστικών θεατρικών, μουσικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων. Επίσημος: προσφορά, για παράδειγμα, προς μία ΜΚΟ, ένα ίδρυμα κλπ, και ανεπίσημος εθελοντισμός : προσφορά σε περισσότερο προσωπικό επίπεδο, βοηθώντας για παράδειγμα κάποιον ηλικιωμένο στο δρόμο. Εθελοντισμός που αφορά νέους: απευθύνεται σε νέους και συσχετίζεται με τις ΜΚΟ για θέματα όπως είναι η οικολογία, ο αθλητισμός ή βοήθεια κοινωνικών ομάδων που αντιμετωπίζουν κάποια μορφή δυσκολίας (τοξικομανείς, άτομα με ειδικές ανάγκες κ.α.), με κύριο στόχο την ομαλή ένταξη των νέων στο κοινωνικό σύστημα. e-εθελοντισμός: αναπτύσσεται μέσω διαδικτύου για ενημέρωση ή στήριξη ομάδων. κλπ.
[1] π.χ. παροχή υπηρεσιών φροντίδας, συνοδεία, βοήθεια στο σπίτι, εμψύχωση, πρόληψη, δωρεά αίματος, μεταφορά ασθενών, επανένταξη, τηλεφωνική ακρόαση, εξειδικευμένες και επαγγελματικές παροχές, υγειονομικές φροντίδες, ψυχαγωγία, κοινωνική γραμματεία, νομική βοήθεια κ.λ.π., οργανωμένες δράσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, καθαριότητα των δασών και των παραθαλάσσιων περιοχών, οργάνωση προγραμμάτων περιβαλλοντικής εκπαίδευσης κ.λπ, πρόληψη ή την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, παροχή εκπαίδευσης σε κοινωνικά αποκλεισμένα άτομα ή ομάδες, κλπ.
[1] Αν και ο εθελοντισμός προϋποθέτει την απουσία υλικών ανταλλαγμάτων, δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία στο ζήτημα αυτό. Αρκετοί εκτιμούν πως, για λόγους που εξυπηρετούν τη βιωσιμότητά του, η εθελοντική εργασία θα πρέπει να αμείβεται αρκετές φορές με έμμεσο τρόπο, π.χ. παρέχοντας δωρεάν διαμονή, διατροφή ή άλλες διευκολύνσεις.
Θέσεις Υπέρ
Ο εθελοντισμός έχει θετική επίδραση και στο αντικείμενο αλλά και στο υποκείμενο της δράσης, δημιουργώντας έναν χώρο όπου η ατομική ολοκλήρωση συναντάτε με τη συλλογική ευημερία.
Αποτελεί μια μαθησιακή εμπειρία, αναπτύσσοντας τις κοινωνικές, επικοινωνιακές και επαγγελματικές δεξιότητες του εθελοντή. Η δράση αλλά και η ανάδραση που εισπράττονται από την εθελοντική δράση, ενδυναμώνουν τον δρώντα, του δίνουν νέο περιεχόμενο στη ζωή του, ικανοποιούν τις εσωτερικές παρορμήσεις, δημιουργούν κοινωνικούς δεσμούς και αναπτύσσουν το κοινωνικό κεφάλαιο, μετασχηματίζουν την ατομιστική οπτική σε συλλογική, ολοκληρώνουν την κοινωνική συνείδηση και την ικανότητα επικοινωνίας με τους άλλους, μέσω της κατανόησης και της ανεκτικότητας, παρέχουν γνώσεις, και ικανοποιούν την ανάγκη του ανήκειν αναπτύσσοντας μιας συλλογική ή και πολιτισμική ταυτότητα.
Ο εθελοντισμός ενδυναμώνει την κοινωνική αλληλεγγύη, προάγει την κοινωνική ομαλότητα, συμβάλει στην διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, ενισχύει την ενεργό συμμετοχή και τη ανθρώπινη συνύπαρξη, δίνει νέο περιεχόμενο στην ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, μεταθέτει την πρωτοβουλία για λύσεις των κοινωνικών προβλημάτων στην βάση, μεταφέρει ρεαλιστικές εικόνες και προτείνει αποτελεσματικές λύσεις στους αρμοδίους φορείς, συμβάλει στην παραγωγή κοινωνικού έργου και παρέχει καινοτόμες υπηρεσίες[1], ευαισθητοποιεί την κοινωνία και καλλιεργεί τον ρόλο του «ενεργού πολίτη».
Η δυσκολία στην προσαρμοστικότητα του κράτους πρόνοιας στα νέα προβλήματα αλλά και η σύνθετη και πολυπαραγοντική κρίση του, οδήγησε τα εθνικά κράτη στην «παραχώρηση» μέρους της εξουσίας του στον εθελοντισμό, προκειμένου ο τελευταίος να ικανοποιήσει ελλείμματα του πρώτου. Έτσι, οι εθελοντικές οργανώσεις ουσιαστικά δραστηριοποιούνται στην παραγωγή δημοσίων αγαθών που το κράτος αδυνατεί να προσφέρει σε επαρκή ποσότητα και ποιότητα, αλλά και ο ιδιωτικός τομέας δεν επιθυμεί να τα προσφέρει. Αποφεύγεται με τον τρόπο αυτόν η περαιτέρω συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών και κατά προέκταση η μείωση της ευημερίας των πιο ευπαθών μελών της κοινωνίας. Επίσης, δημιουργείται χώρος ανάμεσα στο κράτος και της αγορές, όπου μπορούν να εκφράζονται, να αντιστέκονται στις πιέσεις και να δραστηριοποιούνται οι πολίτες.
Η συμμετοχή του εθελοντισμού στην παραγωγή κοινωνικών υπηρεσιών δεν μειώνει μόνο το κόστος τους, αλλά αναπτύσσει νέες κοινωνικές υπηρεσίες, αυξάνοντας τον εθνικό πλούτο[2] και την απασχόληση (λεγόμενη «αλληλέγγυα οικονομία»).
Η διαπίστωση της αδυναμίας του κράτους να καλύψει κοινωνικές ανάγκες, η αμφισβήτηση των πολιτικών κομμάτων ως κύριων εκφραστών του συλλογικού με αποτέλεσμα την κάμψη της συμμετοχής σε αυτά, και η παράλληλη ύπαρξη της ανάγκης επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων και συμμετοχής στα δημόσια πράγματα, προκάλεσε την ανάπτυξη του εθελοντισμού ως μορφή πολιτικοποίησης της κοινωνίας αλλά και κοινωνικοποίησης της πολιτικής.
Με τον τρόπο αυτόν, εξελίχθηκε μια κοινωνία πολιτών απέναντι, αλλά και δίπλα στο κράτος, η οποία αμφισβήτησε το μονοπώλιο της κοινωνικότητας του κράτους, την ορθότητα των πολιτικών και δράσεών του, της εξουσία της διαχείρισης των όρων αναπαραγωγής της κοινωνίας που κατείχε, της πατρωνίας και της δεσποτείας του, της αυθεντίας των ειδικών και απαίτησε δικαίωμα ελέγχου και συμμετοχικότητας, αναζήτησε μη συγκεντρωτικές, εναλλακτικές μορφές και συστήματα παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, που είναι πιο κοντά στον άνθρωπο και ανάγκες του, θεωρημένες από την βάση. Αποτέλεσε όμως και τον βασικό εταίρο του κράτους στην επίτευξη των κοινωνικών στόχων και στην υλοποίηση της κοινωνικής πολιτικής, διασφαλίζοντας ότι οι αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται αποτελούν προϊόν συναίνεσης και άρα είναι υλοποιήσιμες. Συνέβαλε αποφασιστικά στην αντιμετώπιση νέων και πολύπλοκων περιβαλλοντικών, κοινωνικών, οικονομικών προβλημάτων, δημιουργώντας μια νέα σχέση μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών.
Το συγκεντρωτικό σύστημα αποφάσεων μετατράπηκε σε πολυκεντρικό. Έτσι η ενεργητική συμμετοχικότητα αναβάθμισε τις δημοκρατικές διαδικασίες, δημιούργησε ένα πεδίο έκφρασης κοινωνικού πλουραλισμού, ανέδειξε την αυτόεκπροσώπιση των πολιτών και έθεσε τον εθελοντισμό ως εχέγγυο δημοκρατικότητας. Η φυσική τάση των ατόμων, ως πολιτικά όντα, στην συμμετοχή στα κοινά, εκφράστηκε μέσω του εθελοντισμού από την ανάληψη δράσεων και την αντίληψη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων, συνδυάζοντας την ηθική στράτευση με συγκεκριμένες παρεμβάσεις.
Το νέο κοινωνικό πλαίσιο που διαμορφώνεται από την αποδόμηση του κράτους πρόνοιας και την επανάκαμψη των πρωτογενών δικτύων φροντίδας, επαναφέρει ηθικές αξίες, διαπροσωπικές σχέσεις αλλά και σχέσεις κράτους πολίτη, που απωθήθηκαν σε περιόδους όπου το κράτος κατείχε την αποκλειστικό δικαίωμα της κοινωνικής αναπαραγωγής. Οι νέες αξίες είναι περισσότερο ανθρωποκεντρικές παρά υλικοκεντρικές, κινούμενες στο πλαίσιο του συλλογικού και όχι του ατομικού, παρέχοντας την ελευθερία της πολιτειακής συμμετοχής αντί της ιδιωτικής προόδου.
[1] οι εθελοντικές οργανώσεις στις διάφορες μορφές του αποτελέσαν την πρωτοδομή της κοινωνικής εργασίας
[2] OHE: 8% έως 15% του AEΠ των κρατών είναι αποτέλεσμα της εθελοντικής δράσης. Υπολογίζεται ένα ευρώ δημόσιας δαπάνης για τον εθελοντισμό ισοδυναμεί με 30 € εθελοντικής εργασίας. Εθελοντές Ηνωμένο Βασίλειο: 23 εκ. που ισοδυναμούν με 180.000 εργαζομένους και οικονομική αξία περίπου 65 δις € ετησίως, ή 7,9% του ΑΕΠ. Βέλγιο: 5 ώρες εβδομαδιαία εθελοντική εργασία που ισοδυναμεί με 200.000 θέσεις εργασίας. Γαλλία: εθελοντισμός ισοδύναμος με 716.000 θέσεις εργασίας. Γερμανία: 23 εκ. εθελοντές. Ιρλανδία 1.287.000 εθελοντές, Πολωνία: 5,4 εθελοντές
Θέσεις Κατά (κριτική)
Η κριτική του εθελοντισμού συνοψίζεται στον ρόλο του, στην θέση του στην κοινωνική δομή και στα αποτελέσματά του.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι αποτελεί «δεκανίκι» που προσφέρεται στην κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, συμπληρώνοντας την υπολειματικότητά του, ή και μειώνοντας το λειτουργικό κόστος των κρατικών υπηρεσιών, παράγοντας προϊόντα κοστοβόρα για το κράτος και ασύμφορα για την αγορά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ομολογεί τον ρόλο των εθελοντικών οργανώσεων, ως ένα σημαντικό μέσο παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, που χαρακτηρίζονται από ποιότητα και με λιγότερο κόστος. Η θέση αυτή οδήγησε ορισμένους να ισχυριστούν, ότι υφίσταται εκμετάλλευση των εθελοντών ως «δωρεάν εργατικά χέρια». «Χέρια» που στερούν την απασχόληση από τους εν δυνάμει εργαζόμενους στις ίδιες υπηρεσίες.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι ιστορικά ο εθελοντισμός αναπτύχθηκε ως εγχείρημα ιδεολογικής ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων στο αστικό – καπιταλιστικό σύστημα. Η εθελοντική προσφορά, είτε με την συλλογική της μορφή, είτε με την ατομική, αποτελεί σημαντικό κομμάτι των ευρωπαϊκών χωρών και συνδέεται με την ανάπτυξη τόσο του καπιταλισμού όσο και των μεγάλων αστικών κέντρων.
Με τον τρόπο αυτόν η παραγωγή κοινωνικής φροντίδας παραμένει σταθερή και έτσι επιτυγχάνεται η αναπαραγωγή της κρατικής εξουσίας και των κοινωνικών δομών, αναστέλλοντας την μεταβολή τους σε θεσμούς με πιο κοινωνικό πρόσωπο. Οι δομές και τα δίκτυα των εθελοντών αναστέλλουν κοινωνικές ανακατατάξεις, την δυναμική του κοινωνικού κινήματος και τις ριζοσπαστικές αλλαγές, μέσα από ένα πλαίσιο εταιρικότητας και κοινωνικού διαλόγου, επιβάλλοντας την συναίνεση με την κρατική ανεπάρκεια και τις «απάνθρωπες» ανάγκες της αγοράς.
Επίσης, οι επιπτώσεις της αποδόμησης του κράτους πρόνοιας δεν βαρύνουν το υπάρχον κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα, αλλά οι ευθύνες μεταβιβάζονται στο άτομο και την κοινότητα. Ιδιαίτερα τονίζεται και η ατομική ευθύνη τόσο στην πρόκληση όσο και στην αντιμετώπιση των ανασφαλειών που δημιουργούνται από μια εγγενή στην κοινωνική εξέλιξη δυναμική ενώ τονίζεται πως πέρα από δικαιώματα υπάρχουν και υποχρεώσεις τόσο για το άτομο όσο και για την κοινότητα /κοινωνία (Giddens,1988:21)
Από μερίδα επιστημόνων, αμφισβητείται η συνέπεια, η επάρκεια και η ποιότητα των παρεχομένων από εθελοντές υπηρεσιών. Σοβαρά κοινωνικά ζητήματα όπως η φτώχεια, ο αποκλεισμός, η συνοχή, κλπ, και πρωτεύοντα δημόσια αγαθά που τελούσαν υπό την εγγύηση του κράτους, τώρα η παραγωγή και η διάθεσή τους επαφίεται στην «καλή διάθεση» των εθελοντών, παρέχονται και διατίθενται δίχως κεντρικό σχεδιασμό και χωρίς ποιοτικό έλεγχο.
Κεντρικό ζήτημα αποτελεί και η σχέση μεταξύ εθελοντισμού - κράτους και αγοράς αλλά και οι σχέσεις μεταξύ συμμετεχόντων. Οι εθελοντικές οργανώσεις, πόσο ανεξάρτητες οικονομικά και πολιτικά είναι; πόσο διαβλητές είναι οι λειτουργίες τους; ποια είναι και πως διαμορφώνεται η επικρατούσα ιδεολογία; πώς ανέρχονται και ποιοι στην ηγεσία; κατά πόσον μπορεί να χειραγωγηθούν; και άλλα συναφή ερωτήματα ενισχύουν τον παραπάνω προβληματισμό.
Κατακριτέα είναι και φαινόμενα εθελοντισμού που σχετίζονται με ανάγκες αυτοπροβολής. Η τυποποιημένη αυτή πρακτική ιδιαίτερα στους χώρους του σύγχρονου life style του star system αλλά και της πολιτικής, αποκαλύπτει κίνητρο στοχευμένης προβολής, μέσα από τις μεθοδολογίες του εθελοντισμού και φέρνει πρακτικά την ιδεολογική και κοινωνική του αυτοκατάργηση.
Αν και ο εθελοντισμός χαρακτηρίζεται ως πολυσυλλεκτικός χώρος, είναι φανερό ότι τμήματα της κοινωνίας αποκλείονται. Τέτοια παραδείγματα ομάδων είναι αυτοί οι οποίοι αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης, έχουν έλλειμμα ελεύθερου χρόνου, τελούν υπό εξάρτηση από το αντίπαλο δέος , κλπ.
Ακόμη η παροχή υπηρεσιών και αγαθών από τους εθελοντές δίχως ενταξιακές μεθόδους μπορεί να οδηγήσει τους αποδέκτες των παροχών σε φαινόμενα εξάρτησης, οκνηρίας και ενίσχυσης του φαινομένου του λαθρεπιβάτη.
Τέλος η ασάφεια για τον ορισμό, τα όρια και τον ρόλο του εθελοντισμού, το έλλειμμα νομικού πλαισίου και η αδυναμία κατοχύρωσης της ανεξαρτησίας (ιδεολογικής και δράσης), προκαλούν σε πολλούς αίσθημα δυσπιστίας έναντι του κινήματος
Συμπεράσματα
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ιδιαίτερα σήμερα, η συνεχώς αυξανόμενη τάση συμμετοχής και δραστηριοποίησης εθελοντικών οργανώσεων, είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας τόσο του κράτους όσο και των μηχανισμών της αγοράς, να αντιμετωπίσουν ικανοποιητικά τα ολοένα και πιο σύνθετα κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά προβλήματα.
Το «λιγότερο κράτος» όμως δεν αντιστοιχεί κατ’ ανάγκη με το «περισσότερη αγορά», αλλά μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη μιας αυθεντικής «κοινωνικότητας του κοινωνικού». Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Gorz (1993), «Η έξοδος από την σημερινή κρίση της κοινωνίας πρέπει να αναζητηθεί ταυτόχρονα σε λιγότερη αγορά, λιγότερο κράτος και περισσότερες ανταλλαγές που δεν κυριαρχούνται ούτε από το χρήμα, ούτε από την διοίκηση, αλλά θεμελιώνονται σε δίκτυα αυτοβοήθειας εθελοντικής συνεργασίας, αυτό-οργανωμένης αλληλεγγύης στην ενδυνάμωση της «κοινωνίας των πολιτών»».
Ο Etzioni (1999:278) θεωρεί την αποδόμηση αλλά και την απόσυρση του κράτους από τομείς κοινωνικού ενδιαφέροντος θετική εξέλιξη διότι αυξάνονται οι κοινοτικές δραστηριότητες. Από την άλλη πλευρά ο J. Rifkin (1996) θεωρεί τον εθελοντικό τομέα προάγγελο της μετά-αγοράς εποχής.
Πέραν της προαναφερθείσας αποδόμησης, η Στασινοπούλου (1993:2-3) υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη του ενδιαφέροντος για τον εθελοντισμό δεν συνδέεται μόνο με την μείωση του κόστους των υπηρεσιών στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης των κρατών πρόνοιας και την αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά συνδέεται με την εμφάνιση των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων, αλλά και λόγω της ανάδυσης της κοινωνίας των πολιτών[1].
Συμπερασματικά αν και ο εθελοντισμός εξυπηρετεί την αδυναμία του κράτους να ικανοποιήσει κοινωνικές επιταγές και την αδυναμία της αγοράς να υιοθετήσει και νέες αξίες πέραν του κέρδους, εν τούτοις αποτελεί ένα μέσον για ενεργό πολιτικοποίηση του ατόμου, μια μέθοδος συν διακυβέρνησης και συν διαμόρφωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής, ένας δρόμος που αφήνοντας τον ατομικισμό οδηγεί στην συλλογικότητα, ένα κίνημα που ξεπερνά τα όρια της φιλανθρωπίας και ως στάση ζωής στοχεύει στην κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με ευρεία έννοια, ένα νέο ανθρωποκεντρικό σύστημα αξιών.
[1] Η κοινωνία των πολιτών σύμφωνα με τον Μουζέλη (2001) χαρακτηρίζεται από τις εξής θεωρητικές προσεγγίσεις : α) το αντίθετο του κράτους, μια άποψη που οδηγεί σ’ ένα διχοτομικό μοντέλο κράτους-αγοράς β) τα ενδιάμεσα στρώματα μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων δηλαδή τις οργανώσεις που προστατεύουν τους πολίτες από τον κρατικό αυταρχισμό αλλά και τους πολιτικούς από εκ των κάτω προερχόμενες λαϊκές πιέσεις γ)τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ κράτους και αγοράς δηλαδή έναν αυτοδιοικούμενο ενδιάμεσο που διαχειρίζεται τα συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων και διαπραγματεύεται την ισχύ τους (Ρόη Παναγιωτοπούλου, 2002:2).
Πηγές
Ανθόπουλος Χ., (2000), Εθελοντισμός, Αλληλεγγύη και Δημοκρατία, Οξύ, Αθήνα
|
Γρατσάνης Α., (2009), Ο εθελοντισμός ως υπέρτατη μορφή αλτρουϊσμού, στο Εφημερίδα «Ενημέρωση», 09.08.2009
|
Giddens A.,(1988), ο Τρίτος δρόμος Η αναθεώρηση της σοσιαλδημοκρατίας , Αθήνα
|
Gortz A., (1993), Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός, Οικολογία, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα
|
Etzioni Α., (1999), Η κοινωνία της υπευθυνότητας, Καστανιώτης, Αθήνα
|
Ζάννης Π., (2002), Τρίτος τομέας και κοινωνία πρόνοιας, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
|
Μουζέλης Ν., (2001), Για έναν εναλλακτικό τρίτο δρόμο, Θεμέλιο, Αθήνα
|
Παναγιωτοπούλου Ρ., (2002), Η έννοια του εθελοντισμού στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία και η πρόκληση των ολυμπιακών αγώνων, Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ, Πανεπιστήμιο Αθηνών
|
Rifkin J., (1995), Το τέλος της εργασίας και το Μέλλον της, Λιβάνη, Αθήνα
|
Στασινοπούλου Ό., (1993), Αναδιάρθρωση των προσωπικών κοινωνικών υπηρεσιών. Η επικαιρότητα της ανεπίσημης φροντίδας και οι σύγχρονές διαπλοκές, στο Γετίμης Π., Γράβαρης Δ. (επιμ.), Κοινωνικό κράτος και κοινωνική πολιτική, Η σύγχρονή προβληματική, Αθήνα
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου