Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Μα τι έχουν πάθει οι Γερμανοί;


Του Κωστή Παπαδημητρίου  απο -capital
  Για σχεδόν δύο δεκαετίες η γερμανική οικονομία δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τον «μεγάλο ασθενή» της Ευρώπης. Σχεδόν το ξεχνούμε σήμερα, αλλά μέχρι και τα μέσα του 2008 η Γερμανία δεν ήταν παρά ένα παράδειγμα προς αποφυγή, αντιμετωπιζόταν ως μία οικονομική αποτυχία σε σύγκριση ιδίως με τις αγγλοσαξονικές χώρες, που ήταν περισσότερο στραμμένες στις υπηρεσίες με μεγάλη έμφαση στον χρηματοοικονομικό κλάδο και απολάμβαναν ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης.
   Η υστέρηση αποδιδόταν σε έναν μεγάλο βαθμό στο σοκ της ενοποίησης των δύο Γερμανιών, αλλά και στη διατήρηση μεγάλης συμμετοχής του βιομηχανικού τομέα στο ΑΕΠ καθώς και στις χαρακτηριζόμενες ως αγκυλώσεις του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου που ακολουθούσε η χώρα από το 1950 (γνωστό ως «κοινωνική οικονομία της αγοράς»).
  Η αντίληψη αυτή άλλαξε απότομα καθώς η παγκόσμια οικονομική κρίση, που ξεκίνησε στις αρχές του 2007 από τις ΗΠΑ με τα πρώτα προβλήματα στα «τοξικά» στεγαστικά δάνεια, πήρε μια επικίνδυνη τροπή με την φάση της Lehman το Σεπτέμβριο του 2008. Τα πράγματα
άρχισαν να γίνονται πολύ δύσκολα για την Αμερική και άλλες χώρες ενώ η γερμανική οικονομία εμφανιζόταν σχετικά ανθεκτική. 
  Ξαφνικά το Βερολίνο εμφάνισε μια εντελώς διαφορετική πολιτική στάση απέναντι τόσο
στους Ευρωπαίους εταίρους όσο και στην Ουάσιγκτον –αλαζονεία, διδακτισμός, μονομέρεια στις αποφάσεις, σχεδόν αυταρχισμός σε πλήρη αντίθεση σε όλη την μεταπολεμική συμπεριφορά μέχρι και τους καγκελάριους Helmut Kohl και Gerhard Schroeder. Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω ορισμένες πτυχές αυτής της μεταβολής με έμφαση στις οικονομικές πλευρές και αναζητώντας κυρίως τις μη προφανείς όψεις.


Schadenfreude
 

  Το Βερολίνο αλλά και η κοινή γνώμη δυσκολεύονται να διαχειριστούν την θετική αλλαγή της εικόνας για την γερμανική οικονομία που περιγράψαμε προηγουμένως. Το αίσθημα της ανθεκτικότητας του πρώην προβληματικού ασθενούς σε ένα περιβάλλον έως και οικονομικής καταστροφής για τις υπόλοιπες δυτικές χώρες έχει γεννήσει μια ανανεωμένη αυτοπεποίθηση έως αλαζονεία με δυσάρεστες συνέπειες. Ο αγγλοσαξονικός Τύπος χρησιμοποιεί συνεχώς τα τελευταία δύο χρόνια τη γερμανική λέξη Schadenfreude για να περιγράψει αυτή τη στάση καθώς υποτίθεται ότι δεν υπάρχει το αγγλικό ισοδύναμό της. Στα ελληνικά αποδίδεται επαρκώς με τη λέξη «χαιρεκακία».

  Με την κρίση του ευρώ το Βερολίνο χρησιμοποιεί την οικονομική του ισχύ αλλά και αυτό που το ίδιο θεωρεί ως ηθική υπεροχή για να αναλάβει τα ηνία της Ευρώπης χωρίς καν να τηρεί πλέον τα προσχήματα. Η ρητορική της καγκελαρίου Angela Merkel και της λαϊκής εφημερίδας Bild ήταν καταλυτική περιγράφοντας τους νότιους Ευρωπαίους συλλήβδην ως σπάταλους και διεφθαρμένους, τεμπέληδες με μεγάλες αμοιβές, πολλές διακοπές και πρόωρες συντάξεις, που θέλουν τώρα να υποχρεώσουν τους Γερμανούς φορολογούμενους να καταβάλουν το κόστος για τη διάσωσή τους.
  Το σοκ για την Αθήνα που ήταν ο πρώτος αποδέκτης αυτής της νέας συμπεριφοράς ήταν τεράστιο. Σταδιακά σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και όχι μόνο, ούτε καν κυρίως, στην περιφέρεια αλλά ακόμη και το Παρίσι ή το Λονδίνο ενεργοποιήθηκαν αντιγερμανικά αντανακλαστικά που μέχρι πρόσφατα αποτελούσαν ταμπού. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, ο σοσιαλιστής πολιτικός και πρώην διεκδικητής του χρίσματος του προεδρικού υποψηφίου Arnaud Montebourg χαρακτήρισε την πολιτική της Angela Merkel ως «τύπου Μπίσμαρκ» ενώ ο επίσης Γάλλος σοσιαλιστής βουλευτής Jean-Marie Le Guen συνέκρινε την πολιτική του Nicolas Sarkozy απέναντι στη Merkel με τους χειρισμούς του Edouard Daladier, του πρωθυπουργού που υπέγραψε τη Συμφωνία του Μονάχου με τον Χίτλερ το 1938.

Καν’το όπως ο Bush

   Τέτοιες συγκρίσεις είναι το λιγότερο άστοχες καθώς λόγω της συναισθηματικής φόρτισης που μοιραία έχουν και για τις δύο πλευρές δεν βοηθούν να κατανοήσουμε τι συμβαίνει. Νομίζω ότι η γερμανική κυβέρνηση και η κοινή γνώμη βρίσκονται σε μια φάση που θυμίζει περισσότερο «μπουσισμό», την Αμερική του 2000 όταν μεθυσμένη από το αίσθημα της κατά Huntigton «μοναχικής υπερδύναμης» αλλά και αυτό που η ίδια θεωρούσε ως ηθική υπεροχή θέλησε να επιβληθεί μονομερώς στους αντιπάλους αλλά και τους συμμάχους της (σε ευθεία αντίθεση με την πολιτική Bill Clinton που επιζητούσε πάντα τη συνεργασία με την Ευρώπη) και να κάνει τον κόσμο κατ’ εικόνα και ομοίωσίν της. Κατ’ αναλογία, ο Sarkozy σήμερα δεν είναι για την Merkel παρά ότι ήταν ο Tony Blair για τον G. W. Bush.
  Κατά την εκτίμησή μου, πρόκειται για μια παροδική στάση που πηγάζει από αυτήν την απρόσμενη θετική αλλαγή της οικονομικής τύχης για την Γερμανία και την αίσθηση ηθικής υπεροχής της σύνεσης κατά της ασωτίας. Παρόλο που η Merkel έχει καταφέρει να έχει την κοινή γνώμη με το μέρος της όσον αφορά τη συμπεριφορά απέναντι στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιταλία και έχει καταφέρει να επιβάλλει ως πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης την εσφαλμένη άποψη ότι η λιτότητα αποτελεί την διέξοδο από την κρίση, οι αντιρρήσεις από τον πολιτικό κόσμο εκτός του κυβερνητικού συνασπισμού είναι πολύ μεγάλες. 
  Για παράδειγμα, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) έχει πολύ έγκαιρα και με πολύ κουράγιο τοποθετηθεί υπέρ της έκδοσης ευρωομολόγου παρά το πολιτικό κόστος που συνεπάγεται μια τέτοια θέση. Ανάλογες είναι οι θέσεις και των Πρασίνων και της Αριστεράς.    Άλλωστε πιστεύω, όπως θα δείξω στη συνέχεια, ότι το «νέο γερμανικό οικονομικό θαύμα» είναι εύθραυστο και θα αποδειχθεί τόσο βραχύβιο όσο και η αμερικανική παντοδυναμία των αρχών της δεκαετίας του 2000.

  Για να κατανοήσουμε τη γερμανική στάση πέραν από την φάση της Schadenfreude θα πρέπει να δούμε ορισμένες ακόμη τάσεις της μακρύτερης και της βραχύτερης διάρκειας. Θα πρέπει να δούμε ότι κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η Γερμανία μπήκε στη φάση της «εξέγερσης της ελίτ» που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των ανισοτήτων και την δημιουργία πολλών ακόμη εσωτερικών ανισορροπιών. Θα πρέπει να διαπιστώσουμε ότι η γερμανική οικονομία αντιμετώπισε τις συνέπειες από το ανατιμημένο ευρώ με εφάπαξ μέτρα όπως είναι το ξεπούλημα της τεχνογνωσίας της και οι εξαγωγές μηχανολογικού εξοπλισμού εις βάρος των εταίρων της περιφερειακής Ευρώπης.
  Και τέλος θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι παρά την αντίθετη ρητορική η Γερμανία δεν θέλει πραγματικά να ηγηθεί στην Ευρώπη και ότι στην πραγματικότητα σκέφτεται ως ένα έθνος μελλοντικών συνταξιούχων – εκεί και όχι στη Βαϊμάρη βρίσκεται ο αταβιστικός φόβος ακόμη και για τον ελάχιστο πληθωρισμό.
 

Η εξέγερση της γερμανική ελίτ.

Η εξέγερση της ελίτ, το πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο που περιέγραψε ο Αμερικανός ιστορικός και διανοούμενος Christopher Lasch το 1994, έφτασε σχετικά καθυστερημένα στη Γερμανία. Παρόλο που η πολιτική κυριαρχία του συντηρητικού καγκελαρίου Helmut Kohl ήταν αντίστοιχη με αυτήν της Margaret Thatcher ή του Ronald Reagan και μεγαλύτερη σε διάρκεια, δεν έκανε ανάλογες ριζοσπαστικές αλλαγές στο κοινωνικό σύστημα.
Όμως, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η γερμανική ελίτ αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί στην Αμερική ή τη Βρετανία, οργίζεται και αισθάνεται «αδικημένη». Διαπιστώνει ότι οι αμοιβές των μάνατζερ για ίδιου μεγέθους πολυεθνικές επιχειρήσεις στην Φρανκφούρτη ή το Μόναχο διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα από τις αμοιβές που δίνονται στη Νέα Υόρκη ή την Καλιφόρνια, όπου μετριούνται με τις δεκάδες ή και τις εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια ετησίως. Παράλληλα οι φόροι για τους ισχυρούς έχουν μειωθεί δραστικά (όπως είχε πει ο Αμερικανός δισεκατομμυριούχος Warren Buffet, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής για τον ίδιο ήταν μικρότερος από τους υπαλλήλους του). 
  Με πρόφαση την αντιμετώπιση της «γερμανικής ασθένειας» καταφέρνουν και περνούν συντριπτικές αλλαγές στο κοινωνικό μοντέλο, και μάλιστα με τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Gerhard Schroeder, όπως ήταν η Agenda 2010 (μείωση φορολογικών συντελεστών, επιδομάτων ανεργίας, συντάξεων και γενικότερα κοινωνικών δαπανών) και το Hartz IV (με το οποίο κατακρεουργήθηκαν τα επιδόματα ανεργίας). 
  Παράλληλα οι Γερμανοί ισχυροί ανακάλυψαν μαζικά τους φορολογικούς παραδείσους αλλά και τα σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Παραδοσιακοί συντηρητικοί βιομήχανοι βρέθηκαν να αναζητούν την χρηματοδότηση μέσω του χρηματιστηρίου και όχι των τραπεζών και να κερδοσκοπούν σε παράγωγα των δικών τους ή άλλων εταιρειών (χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της αυτοκτονίας του 74χρονου δισεκατομμυριούχου Adolf Merckle εξαιτίας των απωλειών που είχε από την κερδοσκοπία στη μετοχή της Volkswagen που του γύρισε μπούμερανγκ). 
  Το γερμανικό τραπεζικό σύστημα, και ιδίως οι πολιτειακές τράπεζες αλλά όχι μόνον, είχαν εμπλακεί στην κερδοσκοπία των αμερικανικών τραπεζικών προϊόντων περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της ζώνης του ευρώ. Διασώθηκαν υποχρεωτικά από τους Αμερικανούς όταν έσωσαν τις δικές τους τράπεζες (το 70% των κεφαλαίων που διέθεσε η αμερικανική κεντρική τράπεζα Federal Reserve τις επόμενες ημέρες μετά την κατάρρευση της Lehman διοχετεύθηκε σε ευρωπαϊκές τράπεζες και αυτό είναι κάτι που δεν ξεχνούν οι ΗΠΑ). Αλλά η διάσωσή τους στοίχισε επιπλέον και σχεδόν 40 δισ. ευρώ στους Γερμανούς φορολογούμενους, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το φθινόπωρο του 2011. Αντίθετα, η γαλλική κυβέρνηση δεν είχε τέτοιο κόστος καθώς η έκθεση των δικών της τραπεζών ήταν πολύ πιο λογική και διαχειρίσιμη.
Τέλος πρέπει να κατανοήσουμε ότι η γερμανική οικονομική ελίτ ήταν πάντα ιδιαίτερα συντηρητική, δηλαδή κατά της κρατικής παρέμβασης, απέναντι σε θέματα όπως η απασχόληση, τα δημοσιονομικά και το χρήμα (νομισματική πολιτική).

Το φάσμα του πληθωρισμού

Παραδοσιακά η Γερμανία εμφανίζεται να φοβάται περισσότερο από οτιδήποτε άλλον τον πληθωρισμό. Η φοβία για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το «τύπωμα χρήματος» έχει οδηγήσει να στηθεί η κεντρική τράπεζα Bundesbank και τελικά και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με αποκλειστικό στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Συνήθως η φοβία αυτή αποδίδεται στις μνήμες του υπερπληθωρισμού (1921-24) της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που θεωρείται ότι οδήγησε στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933. Ωστόσο ο αναλυτής της Société Generale Dylan Grice άρχισε να βάζει τη συζήτηση στους σωστούς όρους. Δεν ήταν ο υπερπληθωρισμός που έφερε τους Ναζί στην εξουσία (το πραξικόπημα της μπυραρίας του Μονάχου το 1923 απέτυχε παταγωδώς) αλλά η σταθεροποιητική πολιτική που εκτίναξε την ανεργία και προκάλεσε ύφεση. Το 1933, λέει ο Grice που κατά τα άλλα είναι libertarian και υπέρ του σκληρού χρήματος, ο υπερπληθωρισμός δεν ήταν παρά μια ανάμνηση. Η πραγματικότητα ήταν η ανεργία που έφτανε το 33%. Τα επιχειρήματα αναπαρήγαγε στη γερμανική εφημερίδα Zeit ο Mark Schieritz μεταφέροντας τη συζήτηση και στη χώρα του. Ωστόσο η σύγχρονη γερμανική οικονομική και νομισματική πολιτική κυριαρχείται από αυτήν την φοβία που συνέβαλε στην υπερβολική ανατίμηση του ευρώ από το 2002 και μετά με την καθοριστική επιρροή που ασκούσε στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Το ακριβό ευρώ

Το ανατιμημένο ευρώ έκανε σταδιακά τις χώρες της περιφέρειας του ευρώ μη ανταγωνιστικές. Εκείνες αναπληρώνουν το έλλειμμα παραγωγής με εισαγωγές χρηματοδοτούμενες από το δανεισμό (χαρακτηριστική είναι η αντιστροφή του διαβόητου «κελτικού τίγρη» από το 2003, όταν είχε πάψει για τα καλά η θετική επίδραση από το υποτιμημένο ECU/ευρώ της περιόδου 1995-2002). Αλλά η ίδια η Γερμανία καταφέρνει να διαχειριστεί το ανατιμημένο ευρώ με έναν συνδυασμό σχεδιασμένων ή και τυχαίων ενεργειών. Φυσικά τα γερμανικά προϊόντα βιομηχανικά προϊόντα φημίζονται για την ποιότητά και το σχεδιασμό τους. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Ωστόσο αυτό είναι μέρος μόνο της αλήθειας. Από το 1950 η Ομοσπονδιακή Γερμανία ακολουθεί συστηματικά εξαγωγική πολιτική με κτυπήματα και κάτω από τη ζώνη.

  Οι Ιταλοί βιομήχανοι έχουν να διηγούνται πολλές ιστορίες για το πώς οι γερμανικές επιχειρηματικές ενώσεις επιβάλλουν συνεχώς αλλαγές στις ευρωπαϊκές προδιαγραφές των διαφόρων προϊόντων με στόχο να θέτουν εκτός αγοράς, έστω προσωρινά, τους ανταγωνιστές τους από τις άλλες χώρες με πρόσχημα την ποιότητα. Οι αμερικανικές κυβερνήσεις ασκούσαν συνεχώς πιέσεις για δεκαετίες μέχρι τελικά να υποχρεώσουν τους Γερμανούς να αλλάξουν τον φορολογικό κώδικα που ουσιαστικά επέτρεπε τις υπερτιμολογήσεις για το λάδωμα των ξένων κυβερνήσεων ή την παράνομη εξαγωγή κεφαλαίων από την τρίτη χώρα (σε γενικές γραμμές η γερμανική εφορία δεν θεωρούσε ως έσοδο το ποσό που έγραφε το τιμολόγιο προς το εξωτερικό αλλά το χαμηλότερο τεκμαρτό ποσό με βάση τα τιμολόγια προς το εσωτερικό).

Beggar-thy-neighbour

   Η Γερμανία παραμένει περισσότερο βιομηχανική οικονομία σε σύγκριση με άλλες δυτικές χώρες. Περίπου το 25% της προστιθέμενης αξίας στο ΑΕΠ προέρχεται από τη βιομηχανία και το 68% από τις υπηρεσίες ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά είναι στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Γαλλία είναι 15-16% και 77-78%. Από το 2003 η γερμανική βιομηχανική παραγωγή αυξάνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,5% έναντι 1,2% των υπηρεσιών. Παρά το μικρότερο μέγεθός της η βιομηχανία συνέβαλε σχεδόν εξίσου με τις υπηρεσίες στη γερμανική ανάπτυξη τα προηγούμενα λίγα χρόνια. Οι εξαγωγές της χώρας είναι σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένες σε μηχανολογικό εξοπλισμό και οχήματα, τόσο απαραίτητα σε μια περίοδο επενδύσεων στη βασική παραγωγή εξαιτίας της έκρηξης των τιμών των εμπορευμάτων. Με άλλα λόγια, οι Γερμανοί εξαγωγείς επωφελήθηκαν από την ισχυρή ανάπτυξη που βιώνουν οι αναδυόμενες αγορές. Χρειάζεται η Ασία περισσότερο άνθρακα και χάλυβα; Θα εξορυχτεί και θα παραχθεί με γερμανικά μηχανήματα.

  Η Γερμανία εξάγει μηχανολογικό εξοπλισμό αξίας περισσότερο από 120 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου όσο το μισό ελληνικό ΑΕΠ. Επιπλέον η διευρυνόμενη εύπορη τάξη των ασιατικών χωρών αποτέλεσε και ένα δυναμικό αγοραστικό κοινό για την άλλη μεγάλη κατηγορία γερμανικών εξαγωγών, τα ακριβά αυτοκίνητα. Χάρη στις εξαγωγές, η γερμανική βιομηχανία εξαρτάται λιγότερο από την εγχώρια ζήτηση, που ήταν «ασθενής» τα προηγούμενα χρόνια.
Ωστόσο οι εξαγωγές αυτές γίνονται ουσιαστικά εις βάρος της ευρωπαϊκής περιφέρειας με τον εξής τριγωνικό μηχανισμό. Το ισχυρό ευρώ κάνει ακόμη λιγότερο ανταγωνιστική την περιφέρεια έναντι των ασιατικών χωρών (η αξία του ευρώ έναντι του δολαρίου, και όλων των ασιατικών νομισμάτων που είναι άτυπα συνδεδεμένα με το αμερικανικό νόμισμα, διπλασιάστηκε μεταξύ του 2000 και του 2008). Οι Ασιάτες παραγωγοί εκτοπίζουν τους Ευρωπαίους όχι μόνο στη διεθνή αλλά και στην εγχώρια αγορά (μάλιστα ο τρόπος που άνοιξαν οι ευρωπαϊκές αγορές για την Κίνα με την είσοδό της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου ήταν ιδιαίτερα μονόπλευρος εις βάρος της περιφέρειας και υπέρ του πυρήνα της Ευρώπης – εν μέρει αυτό συνέβη γιατί η Γερμανία εμφανιζόταν ως μια ασθενούσα οικονομία την περίοδο των διαπραγματεύσεων αυτών). Φυσικά ο μηχανολογικός εξοπλισμός που εξάγεται στην Κίνα και τις άλλες χώρες της Ασίας ακριβαίνει μαζί με το ευρώ, αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα για τους αγοραστές αφού χάρη στο ακριβό ευρώ θα μπορέσουν να πουλήσουν πίσω στην Ευρώπη τα προϊόντα που παράγουν με τα μηχανήματα που αγόρασαν. Να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται: συνειδητά ή όχι, η Γερμανία πούλησε στην Ασία τα μηχανήματα που έκλεισαν τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και το ακριβό ευρώ αποδείχτηκε καθοριστικό εργαλείο σε αυτό το μηχανισμό. Με άλλα λόγια, το ισχυρό ευρώ, η σύνδεση των ασιατικών νομισμάτων με το δολάριο και η είσοδος της Κίνας στον ΠΟΕ και τη διεθνή αγορά ανέτρεψαν τις εσωτερικές ισορροπίες στην Ευρώπη με τρόπο που οι ελίτ των περιφερειακών χωρών δεν είδαν ή δεν θέλησαν να δουν έγκαιρα ώστε να αντιδράσουν αποτελεσματικά.
  Μια άλλη στρατηγική που εφάρμοσε η Γερμανία για την αντιμετώπιση του ισχυρού νομίσματος ήταν η μεταφορά της παραγωγής της στις χώρες της διεύρυνσης του 2004 αντιγράφοντας ουσιαστικά την ιαπωνική πολιτική μετά το διπλασιασμό της αξίας του γεν στα μέσα της δεκαετίας του 1980 με τη Συμφωνία του Plaza. Οι ιαπωνικές φίρμες αντικατέστησαν το Made in Japan με Made in Taiwan, Malaysia, ακόμη και Vietnam.

Η οικονομία-παλλακίδα

Ωστόσο οι γερμανικές εξαγωγές μηχανολογικού εξοπλισμού ιδίως στην Κίνα πήραν ώθηση και χάρη σε μια άλλη αιτία. Η στρατηγική επιλογή της Κίνας είναι να ανοίγει την αγορά της μόνο σε όσους παραχωρούν την τεχνογνωσία τους. Φαίνεται ότι η Γερμανία αποφάσισε να ξεπουλήσει την τεχνολογία της μαζικά. Σε μια εκτεταμένη έρευνα το περιοδικό Der Spiegel είχε χαρακτηρίσει τη σχέση αυτή ως «η οικονομία-παλλακίδα» (η κινεζική πολιτική ηγεσία επιλέγει ποιες χώρες και εταιρείες θα ευνοήσει ανάλογα με τη δοτικότητά τους όπως παλαιότερα ο αυτοκράτορας με τις παλλακίδες του). Η Κίνα υποχρεώνει τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες να κάνουν joint ventures στη χώρα και όχι απλώς να εξάγουν τα αυτοκίνητά τους. Αγοράζει έμμεσα τεχνογνωσία για εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής και στη συνέχεια τα βελτιώνει με δική της τεχνολογία. Πλέον δεν δέχεται προσφορές από ξένες εταιρείες για την κατασκευή εργοστασίων ισχύος μικρότερης από 1000 megawatt. Τα φωτοβολταϊκά ήταν η μεγάλη ελπίδα της Γερμανίας. Με πλουσιοπάροχες κρατικές επιδοτήσεις ανέπτυξε την τεχνολογία με κρυφό στόχο να υποχρεώσει τις νότιες χώρες με ηλιοφάνεια να τα αγοράσουν στο πλαίσιο των στόχων για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Ωστόσο κινεζικές εταιρείες παράγουν πλέον εφάμιλλα και φτηνότερα πάνελ και μάλιστα διεκδικούν τις επιδοτήσεις για την εγκατάστασή τους στην Γερμανία. Αντίστοιχη είναι η ιστορία και με τις ανεμογεννήτριες. Οι γερμανικές επιχειρήσεις εμφανίστηκαν πιο διατεθειμένες να ξεπουλήσουν την τεχνογνωσία τους και την τεχνολογία τους σε σχέση, για παράδειγμα, με τις αμερικανικές ή τις γαλλικές. Η Κίνα είναι αποφασισμένη να εκτοπίσει τους σημερινούς συνεργάτες και μελλοντικούς ανταγωνιστές και στα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και σχεδιασμού και όχι μόνον στα κλωστοϋφαντουργικά ή άλλα χαμηλής τεχνολογίας.

Το συνταξιούχο έθνος

   Αυτόν τον καιρό οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ανησυχούν για τον τρόπο που θέλει να ηγηθεί το Βερολίνο στην ήπειρο. Μοιάζει να προσπαθεί να το κάνει με άκομψο τρόπο, χωρίς να θέλει να αναλάβει και το οικονομικό κόστος που συνεπάγεται κάτι τέτοιο (όπως γνωρίζουν καλά οι Αμερικανοί μετά από εξήντα χρόνια ηγεμονίας) και βγάζοντας ξανά στην επιφάνεια το «άσχημο πρόσωπο» της χώρας.
Κατά την εκτίμησή μου, το πρόβλημα είναι ακριβώς το αντίθετο. Ότι η Γερμανία δεν θέλει να ηγηθεί. Στην πραγματικότητα βλέπει τον εαυτό της ως έθνος που είναι στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης και όχι ως ηγέτη. Αυτή τη στιγμή κάνει βιαστικά οικονομίες για να φτιάξει μια μικρή περιουσία από την οποία θα μπορεί να διατηρήσει το βιοτικό επίπεδο όταν ένα υπερβολικά μεγάλο μέρος του πληθυσμού θα οδηγηθεί στη σύνταξη και δεν θα αντικατασταθεί από αρκετούς νέους εργαζόμενους. Βασικό μέλημα είναι πώς δεν θα χάσουν την αξία τους αυτές οι αποταμιεύσεις από έναν πληθωρισμό.
Και η αιτία βρίσκεται στις δημογραφικές συνθήκες ή, για την ακρίβεια, στο πώς τις βιώνει η γερμανική κοινωνία γιατί το πρόβλημα είναι έντονο σε όλη την Ευρώπη. 
  Στην Ελλάδα θεωρούμε ότι, και πράγματι έχουμε, δημογραφικό πρόβλημα. Ωστόσο φυσική μείωση του πληθυσμού (δηλαδή περισσότερους θανάτους από γεννήσεις χωρίς να συνυπολογίζεται η είσοδος ή έξοδος μεταναστών) είχαμε μόνο την περίοδο 1998-2003 και αυτή ήταν οριακή (μέχρι 2.600 άτομα διαφορά) ενώ από το 2004 το ισοζύγιο είναι ξανά θετικό. Στη Γερμανία η φυσική μείωση του πληθυσμού έχει ξεκινήσει ήδη από το 1972, δηλαδή 30 χρόνια νωρίτερα, και είναι μεγάλη και επίμονη. Ούτε μια χρονιά από τότε δεν είχε θετικό ισοζύγιο μεταξύ γεννήσεων και θανάτων. Το 2010 το έλλειμμα έφτασε τα 180.000 άτομα. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στην καταστροφή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – ο ένας στους τρεις άνδρες που φόρεσε στρατιωτική στολή μεταξύ του 1939 και του 1945 σκοτώθηκε στη μάχη ή πέθανε από τις ασθένειες και τις κακουχίες.
  Η χώρα αντιμετώπισε αυτό το έλλειμμα με τη μετανάστευση στη δεκαετία του 1950 και 1960, αλλά και στη συνέχεια. Ωστόσο οι παγκόσμιες συνθήκες έχουν αλλάξει πια και η μετανάστευση δεν μπορεί να γίνει με τους όρους που γινόταν τις προηγούμενες δεκαετίες. Για τη Γερμανία (όπου το 9% του πληθυσμού είναι μετανάστες ενώ φτάνει το 20% αν προσθέσουμε όσους έχουν «μερική μεταναστατευτική προέλευση») το συμβολικό σημείο καμπής ήταν η δημοσίευση του βιβλίου του sui generis σοσιαλδημοκράτη πολιτικού Thilo Sarrazin με τίτλο «Η Γερμανία αυτοεξαφανίζεται» (Deutschland schafft sich ab) το 2010. Στο βιβλίο αυτό ο Sarrazin διακηρύσσει την αποτυχία της γερμανικής μεταπολεμικής μεταναστευτικής πολιτικής και επικρίνει την ιδέα της πολυπολιτισμικότητας χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα οξύ ύφος και επιχειρήματα (είναι συγκρίσιμο με τον διαβόητο λόγο «Rivers of Blood» του Βρετανού Enoch Powell το 1968). 
Το βιβλίο έχει ήδη πουλήσει 1,3 εκατ. αντίτυπα (πρωτοφανής επίδοση για πολιτικό βιβλίο), υποχρεώθηκε σε παραίτηση από το διοικητικό συμβούλιο της Bundesbank αλλά η τοπική οργάνωση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος δεν κατάφερε να τον διαγράψει παρόλο που δεν ήταν η πρώτη φορά που το επιχειρούσε λόγω των αμφιλεγόμενων θέσεών που κατά καιρούς έχει εκφράσει και έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με τις θέσεις του SPD. Όσο και αν φαίνεται εξωφρενικό, Γερμανοί πολεοδόμοι ήδη εκπονούν συστηματικά σχέδια για ανάπλαση των πόλεων καθώς σε πολλές από αυτές ο πληθυσμός μειώνεται και χρειάζονται πλέον λιγότερες κατοικίες από αυτές που υπάρχουν.
Συνεπώς η γερμανική κοινωνία νιώθει ότι γερνάει και μάλιστα ταχύτατα. Φοβάται ότι σύντομα ο ενεργός πληθυσμός δεν θα μπορεί να συντηρεί τους συνταξιούχους. Εκεί που οι άλλοι βλέπουμε μια παντοτινή εξαγωγική δύναμη, οι ίδιοι βλέπουν μια χώρα που σε λίγο θα πρέπει να εισάγει περισσότερα από όσα εξάγει λόγω των δημογραφικών εξελίξεων και της έλλειψης διάθεσης για περισσότερη μετανάστευση.

  Ο ψυχισμός της γερμανικής κοινωνίας είναι ο ψυχισμός αυτού που ετοιμάζεται να βγει στη σύνταξη και όχι αυτού που θέλει να ηγηθεί μιας ηπείρου. Η βασική της ανησυχία είναι πώς θα βγει στη σύνταξη πλούσια, how to retire rich όπως συμβουλεύουν τουλάχιστον μια φορά το χρόνο τα αμερικανικά εκλαϊκευμένα οικονομικά τους αναγνώστες τους όταν κάνουν έρευνες για τα προσφερόμενα αποταμιευτικά προϊόντα. Προηγουμένως αναφερθήκαμε στην φοβία για το φάσμα του πληθωρισμού και την περίεργη απόδοσή του στις μνήμες του υπερπληθωρισμού της Βαϊμάρης. Ωστόσο αυτό είναι μόνον η επίφαση. Κατά βάθος είναι η νοοτροπία του μελλοντικού συνταξιούχου, που διαμορφώνεται ήδη από το 1950, που έχει δημιουργήσει την αποστροφή στην παραμικρή υποψία του πληθωρισμού στο γερμανικό πληθυσμό. Αυτό που κάνει η χώρα με εντεινόμενο ρυθμό την τελευταία δεκαετία είναι να αποταμιεύει και να αγοράζει περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό με την πρόθεση να διατηρήσει το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού της όταν, σχετικά σύντομα, οι συνθήκες θα αλλάξουν. Βλέπει την εξαγωγική της δύναμη, την τεχνολογία της, το εργατικό δυναμικό της ως μια μη ανανεώσιμη πλουτοπαραγωγική πηγή από την οποία θα πρέπει να έχει έσοδα και όταν εξαντληθεί – απλά δεν μπορεί να το παραδεχτεί ανοικτά. Επί της ουσίας κάνει αυτό που κάνει για παράδειγμα η Νορβηγία με το πετρέλαιο: γνωρίζοντας ότι θα τελειώσει σε έναν ορατό ορίζοντα δεν μοιράζει όλα τα έσοδα σήμερα στον πληθυσμό αλλά αποταμιεύει ώστε να έχει το εισόδημα για μια γενιά ακόμη από όταν αντληθεί και το τελευταίο βαρέλι. Για αυτό βασική της αγωνία είναι πώς οι αποταμιεύσεις που κτίζει τώρα μανιωδώς δεν θα εξανεμιστούν από έναν μελλοντικό υπερπληθωρισμό που θα προκαλέσουν κάποιοι άσωτοι νότιοι Ευρωπαίοι. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να διασφαλίσει ότι το ευρώ ή ό,τι το αντικαταστήσει, αν χρειαστεί, δεν θα χάσει την αξία του.

Συμπέρασμα

Το παρόν άρθρο προτείνει έναν διαφορετικό τρόπο κατανόησης της σύγχρονης γερμανικής οικονομική πολιτικής και της στάσης της απέναντι στην Ευρώπη. Κατ’ αρχήν διακρίνει ότι το ανανεωμένο «οικονομικό θαύμα» της δεκαετίας του 2000 στηρίζεται σε εφάπαξ μέτρα και σε μια παράδοξη και με σύντομη ημερομηνία λήξης συμβιωτική σχέση με την Κίνα που την φέρνει σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους εταίρους, ιδίως αλλά όχι μόνο της λεγόμενης περιφέρειας του ευρώ. Για αυτό εκτιμά ότι το ίδιο το θαύμα θα αποδειχτεί βραχύβιο. Επιπλέον υποστηρίζει ότι την ίδια περίοδο έχει συμβεί καθυστερημένα η «εξέγερση της ελίτ» όπως είχε γίνει είκοσι χρόνια νωρίτερα στην Αμερική και τη Βρετανία με συνέπειες για τη γερμανική κοινωνία αλλά και την στάση της προς το εξωτερικό. Τέλος και κυριότερο ισχυρίζεται ότι παρά την αντίθετη ρητορική η γερμανική κοινωνία δεν θέλει να ηγηθεί αλλά να συνταξιοδοτηθεί με ικανοποιητικό τρόπο. Και για αυτό κύριο μέλημά της είναι να διασφαλίσει την αξία των σημερινών αποταμιεύσεών της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Στη Νάξο, 11-13 Ιουνίου 2021 Το 33ο Συνέδριο της Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας

Το 33ο Συνέδριο της Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας με θέμα:   «Η θάλασσα στον κινηματογράφο» σε συνεργασία με την Κινηματογρα...